Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γαμέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />époux, mari.<br />'''Étymologie:''' [[γαμέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀκοίτης]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[époux]], [[mari]].<br />'''Étymologie:''' [[γαμέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀκοίτης]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:52, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμέτης Medium diacritics: γαμέτης Low diacritics: γαμέτης Capitals: ΓΑΜΕΤΗΣ
Transliteration A: gamétēs Transliteration B: gametēs Transliteration C: gametis Beta Code: game/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, husband, spouse, A.Pr.897 (lyr.), E.Tr.311 (lyr.), Euph.107.3; poet. word used by X.Cyr.4.6.3, and late, PLond.5.1711.53 (vi A. D.); Dor. gen. γαμέτα E.Supp.998 (lyr.):— fem. γᾰμέτις, ιδος, a wife, dub. in AP5.179 (Mel.), cf. IPE2.298.10 (Panticapaeum).

Spanish (DGE)

(γᾰμέτης) -ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαμέτας A.Pr.897, E.Supp.998, Tr.311, Call.Fr.228.12
1 esposo, marido A.l.c., E.ll.cc., X.Cyr.4.6.3, Call.l.c., Euph.133.3, Plu.Cat.Ma.20, PNess.18.17 (VI a.C.), PLond.1711.53 (VI d.C.).
2 de anim. el macho, Ael.VH 3.42, NA 2.10.

German (Pape)

[Seite 472] ὁ, Gatte, Aesch. Prom. 897; Eur. Tr. 312 u. öfter; Prosa, Xen. Cyr. 4, 6, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
époux, mari.
Étymologie: γαμέω.
Syn. ἀκοίτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαμέτης -ου, ὁ γαμέω Dor. gen. sing. -έτα, getrouwde man, echtgenoot.

Russian (Dvoretsky)

γᾰμέτης: ου, дор. α ὁ муж, супруг Aesch., Eur., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰμέτης: -ου, ὁ, ἀνήρ, σύζυγος, Αἰσχύλ. Πρ. 896. Εὐρ. Τρῳ. 312· ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Ξενοφ. Κύρ. 4. 6, 3· Δωρ. γεν. γαμέτα, Εὐρ. Ἱκέτ. 998·― θηλ. γᾰμέτις, ιδος, σύζυγος, Ἀνθ. Π. 5. 180.

Greek Monolingual

ο (Α γαμέτης, ο, θηλ. γαμέτις, -ιδος, η)
νεοελλ.
βιολ. καθένα από τα ειδικά κύτταρα με τη συγχώνευση τών οποίων επιτελείται η αμφιγονική αναπαραγωγή τών ζώντων οργανισμών (γονιμοποίηση)
αρχ.
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαμέτης < γαμετή
γαμέτις < γαμέτης.

Greek Monotonic

γᾰμέτης: -ου, ὁ (γαμέω), σύζυγος, σύντροφος, σε Αισχύλ., Ευρ.· Δωρ. γεν. γαμέτα, στον ίδ.· θηλ. γᾰμέτις, -ιδος, η σύζυγος, σε Ανθ.

Middle Liddell

γαμέω
a husband, spouse, Aesch., Eur.; doric gen. γαμέτα, Eur.