πτύγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />pli, repli d'une étoffe.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[pli]], [[repli d'une étoffe]].<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:39, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύγμα Medium diacritics: πτύγμα Low diacritics: πτύγμα Capitals: ΠΤΥΓΜΑ
Transliteration A: ptýgma Transliteration B: ptygma Transliteration C: ptygma Beta Code: ptu/gma

English (LSJ)

ατος, τό, (πτύσσω) A fold or anything folded, πέπλοιο π. Il.5.315, cf. AP6.271 (Phaedim.); π. τοῦ δέρματος fold of skin, Antyll. ap. Orib.45.15.8; τῆς ὑστέρας, = fundus uteri, Paul.Aeg.3.64. II Medic., piece of lint folded up to stop a wound, pledget, Antyll. ap. Orib.10.13.27; of a bandage, Gal.18(1).826.

German (Pape)

[Seite 811] τό, das Gefaltete, Zusammengelegte; πέπλοιο πτύγμα, das doppelt zusammengelegte Oberkleid, Il. 5, 315; VLL. erkl. δίπλωμα; vgl. πέπλων ὀλίγον πτύγμα, Phaedim. 3 (VI, 271). – Bei den Aerzten ein doppelt gelegter Lappen, ἐρίου, von Wolle.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pli, repli d'une étoffe.
Étymologie: πτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτύγμα -ατος, τό [πτύσσω] plooi.

Russian (Dvoretsky)

πτύγμα: ατος τό складки, складчатость (πέπλοιο π. Hom., Anth.).

English (Autenrieth)

(πτύσσω): fold, Il. 5.315†.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α πτύσσω
1. ο σχηματισμός πτυχής, το να διπλώνεται κάτιπρόσθε δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῦ πτῡγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
2. πτυχή, ρυτίδα του δέρματος
3. τεμάχιο λινού υφάσματος για έμφραξη πληγής, γάζα
4. είδος επιδέσμου.

Greek Monotonic

πτύγμα: -ατος, τό (πτύσσω), δίπλωμα, πέπλοιο πτύγμα, δίπλωμα πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτύγμα: τό, (πτύσσω) δίπλωμα, πέπλοιο πτύγμα, τὸ δίπλωμα τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, τεμάχιον λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, πίλημα, Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.

Middle Liddell

πτύγμα, ατος, τό, πτύσσω
anything folded, πέπλοιο πτύγμα a folded mantle, Il.