ποικιλόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux expédients variés, fertile en expédients.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[βουλή]].
|btext=ος, ον :<br />[[aux expédients variés]], [[fertile en expédients]].<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[βουλή]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόβουλος Medium diacritics: ποικιλόβουλος Low diacritics: ποικιλόβουλος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: poikilóboulos Transliteration B: poikiloboulos Transliteration C: poikilovoulos Beta Code: poikilo/boulos

English (LSJ)

ον, of changeful counsel, wily, Προμηθεύς Hes.Th.521; Ὀδυσσεύς APl.4.300.5; Ἑρμείης Orph.H.28.3.

German (Pape)

[Seite 649] von mannichfaltigen, schlauen Rathschlägen; Prometheus, Hes. Th. 521, Odysseus, Ep. ad. 492 (Plan. 300).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux expédients variés, fertile en expédients.
Étymologie: ποικίλος, βουλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόβουλος -ον [ποικίλος, βουλή] listig.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόβουλος: богатый на выдумки, изобретательный (Προμηθεύς Hes.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυμήχανος, πανούργος («Προμηθέα ποικιλόβουλον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ-βουλος].

Greek Monotonic

ποικῐλόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει διαφορετικές γνώμες, πανούργος, σε Ησίοδ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόβουλος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας βουλάς, πολυμήχανος, πολύτροπος, Προμηθεὺς Ἡσ. Θ. 521˙ Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Πλαν. 300, κτλ.˙ πρβλ. αἰολόβουλος.

Middle Liddell

ποικῐλό-βουλος, ον, βουλή
of changeful counsel, wily-minded, Hes., Anth.