συνδιημερεύω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[passer la journée avec]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διημερεύω]].
|btext=[[passer la journée avec]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διημερεύω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιημερεύω Medium diacritics: συνδιημερεύω Low diacritics: συνδιημερεύω Capitals: ΣΥΝΔΙΗΜΕΡΕΥΩ
Transliteration A: syndiēmereúō Transliteration B: syndiēmereuō Transliteration C: syndiimereyo Beta Code: sundihmereu/w

English (LSJ)

spend one's days with, τινι X.Smp.4.44, Arist.Rh.1381a30, EN1162b16 (v.l. for συνημ-) ; ἐπισφαλὲς τοῖς ὑπὸ φθόης συνεχομένοις συνδιημερεύειν Gal.7.279; μετά τινων Arist.EN 1166b14 (v.l. for συνημ-).

German (Pape)

[Seite 1008] einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.

French (Bailly abrégé)

passer la journée avec, τινι.
Étymologie: σύν, διημερεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διημερεύω samen (met...) de dag doorbrengen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνδιημερεύω: проводить день вместе (τινί Xen., Arst., Plut., реже μετά τινος Arst.).

Greek Monolingual

ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιημερεύω: μέλ. -σω, περνώ όλη την ημέρα μαζί με κάποιον, τινί, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιημερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων αὐτόθι 9. 4, 9.

Middle Liddell

fut. σω
to spend the day with, τινί Xen.