πτωχόμουσος: Difference between revisions
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />ingénieux pour mendier.<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]], [[μοῦσα]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[ingénieux pour mendier]].<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]], [[μοῦσα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 9 January 2023
English (LSJ)
ον, living (or rather starving) by his wits, κόλαξ Gorg.Fr.15 (πτωχομουσοκόλακας cj. Vahlen).
German (Pape)
[Seite 813] ὁ, ein Betteldichter, κόλαξ, Gorgias bei Arist. rhet. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
ingénieux pour mendier.
Étymologie: πτωχός, μοῦσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτωχόμουσος -ον [πτωχός, μοῦσα] ‘bedelmuze’ Gorg. B 15 =. Aristot. Rh. 1405b38.
Russian (Dvoretsky)
πτωχόμουσος: искусно просящий подаяния (κόλαξ Gorgias ap. Arst.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει φυσικά πνευματικά χαρίσματα αλλά είναι φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + μοῦσα (πρβλ. κακό-μουσος)].
Greek Monotonic
πτωχόμουσος: ὁ, ζητιάνος ποιητής, σε Γοργία παρ' Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχόμουσος: -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. κόλαξ ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ σημασία ἀμφίβ.· ἴσως, ὁ ζῶν (ἢ μᾶλλον πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του.