ἡδυπότης: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />convive aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πίνω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[convive aimable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:45, 9 January 2023
English (LSJ)
ου, A fond of drinking, epithet of Dionysus, AP9.524.8, cf. Hedyl. ap.Ath.4.176d, Man.4.493. II furnishing sweet drink, ἄμπελος Nonn.D.12.249.
German (Pape)
[Seite 1154] ὁ, behaglich trinkend, Dionysus, Anth. (IX, 524); ὁ ἐν ἀκράτοις Hedyl. 12 (App. 34); vgl. Man. 4, 493.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
convive aimable.
Étymologie: ἡδύς, πίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠπότης: ου ὁ приятный собутыльник Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπότης: -ου, πίνων ἡδέως, φιλοπότης, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524. 8, παραρτ. 34.
Greek Monolingual
ἡδυπότης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου) αυτός που του αρέσει το ποτό, λάτρης του ποτού, φιλοπότης
2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινο-πότης συμ-πότης.
Greek Monotonic
ἡδυπότης: -ου, αυτός που αγαπά το ποτό, ο φιλοπότης, σε Ανθ.