ἡδύφρων: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />bienveillant, propice.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[φρήν]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[bienveillant]], [[propice]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[φρήν]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:05, 9 January 2023
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, sweet-minded, AP9.525.8.
German (Pape)
[Seite 1155] heißt Apollo, Anth. (IX, 525), heiteres Sinnes.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
bienveillant, propice.
Étymologie: ἡδύς, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύφρων: 2, gen. ονος благосклонный, милостивый, ласковый (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ἡδέα, καλὰ φρονῶν, διανοούμενος, εὔνους, Ἀπόλλων Ἄνθ. Π. 9. 525.
Greek Monolingual
ἡδύφρων, -όνος, ὁ (Μ)
αυτός που φρονεί καλά, ευνοϊκός, ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φρων (< φρην), πρβλ. άφρων, δαΐφρων].
Greek Monotonic
ἡδύφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που σκέπτεται ευχάριστα, που διανοείται καλά, σε Ανθ.