διεκπεραίνω: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διεκπεραίνω]] (Α) | |mltxt=[[διεκπεραίνω]] (Α) εκ [[περαίνω]]<br />[[φέρω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:37, 10 January 2023
English (LSJ)
go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.
Spanish (DGE)
exponer pormenorizadamente τὰ τούτων ἐχόμενα X.Oec.6.1.
German (Pape)
[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.
French (Bailly abrégé)
achever entièrement.
Étymologie: διά, ἐκπεραίνω.
Russian (Dvoretsky)
διεκπεραίνω: доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν αὐτῷ βίος διεκπερανθῇ Soph. - v.l. διεκπεραθῇ).
Greek (Liddell-Scott)
διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.
Greek Monolingual
διεκπεραίνω (Α) εκ περαίνω
φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω.
Greek Monotonic
διεκπεραίνω: μέλ. -ᾱνῶ, φέρνω κάτι εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to go through with, Xen.