διεκπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διεκπεραίνω]] (Α) [[εκ [[περαίνω]]]]<br />[[φέρω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]].
|mltxt=[[διεκπεραίνω]] (Α) εκ [[περαίνω]]<br />[[φέρω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:37, 10 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπεραίνω Medium diacritics: διεκπεραίνω Low diacritics: διεκπεραίνω Capitals: ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: diekperaínō Transliteration B: diekperainō Transliteration C: diekperaino Beta Code: diekperai/nw

English (LSJ)

go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.

Spanish (DGE)

exponer pormenorizadamente τὰ τούτων ἐχόμενα X.Oec.6.1.

German (Pape)

[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.

French (Bailly abrégé)

achever entièrement.
Étymologie: διά, ἐκπεραίνω.

Russian (Dvoretsky)

διεκπεραίνω: доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν αὐτῷ βίος διεκπερανθῇ Soph. - v.l. διεκπεραθῇ).

Greek (Liddell-Scott)

διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.

Greek Monolingual

διεκπεραίνω (Α) εκ περαίνω
φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω.

Greek Monotonic

διεκπεραίνω: μέλ. -ᾱνῶ, φέρνω κάτι εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to go through with, Xen.