κα: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ka | |Transliteration C=ka | ||
|Beta Code=ka | |Beta Code=ka | ||
|Definition=Dor. for Ep., Aeol. κε ( | |Definition=Dor. for Ep., Aeol. [[κε]] ([[κεν]]),= Att., Arc. [[ἄν]], ''SIG''9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., ''Leg.Gort.''1.9, ''Foed.Delph.Pell.''2''A''9, Ar.''Ach.'' 737, 799, ''Lys.''117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., ''SIG''56.8 (Argos, v B.C.), ''Leg.Gort.''1.1, etc.]<br><span class="bld">κᾰ</span>, shortened form of [[κατά]] used before the article,<br><span class="bld">A</span> κα τὸν νόμον ''IG''5 (2).16 (Arcadia); <b class="b3">κα τῶννυ</b> ib.262; κα τοὺς νόμους ''SIG''2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα ''SIG''705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ ''Inscr.Magn.''179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. [[καβαίνων]], etc.<br><span class="bld">II</span> Cypr.,= [[κάς]], ''Inscr.Cypr.''135.5 H., ''Schwyzer'' 683.8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:29, 27 January 2023
English (LSJ)
Dor. for Ep., Aeol. κε (κεν),= Att., Arc. ἄν, SIG9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., Leg.Gort.1.9, Foed.Delph.Pell.2A9, Ar.Ach. 737, 799, Lys.117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., SIG56.8 (Argos, v B.C.), Leg.Gort.1.1, etc.]
κᾰ, shortened form of κατά used before the article,
A κα τὸν νόμον IG5 (2).16 (Arcadia); κα τῶννυ ib.262; κα τοὺς νόμους SIG2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα SIG705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ Inscr.Magn.179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. καβαίνων, etc.
II Cypr.,= κάς, Inscr.Cypr.135.5 H., Schwyzer 683.8.
French (Bailly abrégé)
dor. c. κε.
Greek Monolingual
(I)
κα και κυπρ. τ. κας (Α)
1. συγκεκομμένος, βραχύτερος τύπος της πρόθεσης κατά, ο οποίος χρησιμοποιείται πριν από άρθρο που αρχίζει από τ («κα τὸν νόμον»)
2. επίσης εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («καβαίνων» αντί καταβαίνων, «καββάλλω» αντί καταβάλλω).
(II)
κα (Α)
δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου κε(ν), αττ. και αρκαδ. τ. αν
συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο οποίος θα σάς αγόραζε με φανερή ζημιά, Αριστοφ.
β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ τῆνος» — αν τυχόν εκείνος πάρει την αίγα, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κε(ν)].
(III)
κἀ (Α)
κράση του καὶ + ἐ, δηλ. της προθ. ἐμ (=ἐν) («πέπονθα... ἅττα κἀ πίσσῃ μῦς» — έχω πάθει όσα ο ποντικός μέσα σε πίσσα, Ηρώνδ.).
Russian (Dvoretsky)
κᾱ: дор. = ион. κε(ν).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κα Dor., zie κε (ν) en ἄν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: pcle
See also: s. κε.
Frisk Etymology German
κα: {ka}
Meaning: Partikel
See also: s. κε.
Page 1,749