καταπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. [[πίμπλημι]]), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. [[πίμπλημι]]), [[ganz anfüllen]]; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπλήσω;<br />remplir entièrement, combler;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταπίμπλαμαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίμπλημι]].
|btext=<i>f.</i> καταπλήσω;<br />[[remplir entièrement]], [[combler]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταπίμπλαμαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίμπλημι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-πίμπλημι volledig vullen, met gen.: καταπιμπλαμένους ἀνομίας geheel vervuld van wetteloosheid Plat. Resp. 496d; κατεπίμπλασαν φόνου καὶ νεκρῶν τὸν ποταμόν zij vulden de rivier geheel met moord en lijken Plut. Mar. 19.8.
|elnltext=κατα-πίμπλημι [[volledig vullen]], met gen.: καταπιμπλαμένους ἀνομίας geheel vervuld van wetteloosheid Plat. Resp. 496d; κατεπίμπλασαν φόνου καὶ νεκρῶν τὸν ποταμόν zij vulden de rivier geheel met moord en lijken Plut. Mar. 19.8.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταπίμπλημι:''' (fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.): ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью.
|elrutext='''καταπίμπλημι:''' (fut. καταπλήσω) [[наполнять]], [[переполнять]], [[преисполнять]] (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.): ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:36, 6 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπίμπλημι Medium diacritics: καταπίμπλημι Low diacritics: καταπίμπλημι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: katapímplēmi Transliteration B: katapimplēmi Transliteration C: katapimplimi Beta Code: katapi/mplhmi

English (LSJ)

A fill quite full, dub. l. in Lync.1.16. II c. acc. et gen., fill full of, κ. (τινὰ) φρονήματος Plu.2.715a; βίον πολέμων Ph. 1.411, cf. 2.558:—Pass., καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Pl.R.496d: also c. dat., ἡδύσμασιν… καταπεπλησμέν' Antiph.183.4:—Med., πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς their own tents, Plu.Brut.47.

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.

French (Bailly abrégé)

f. καταπλήσω;
remplir entièrement, combler;
Moy. καταπίμπλαμαι m. sign.
Étymologie: κατά, πίμπλημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πίμπλημι volledig vullen, met gen.: καταπιμπλαμένους ἀνομίας geheel vervuld van wetteloosheid Plat. Resp. 496d; κατεπίμπλασαν φόνου καὶ νεκρῶν τὸν ποταμόν zij vulden de rivier geheel met moord en lijken Plut. Mar. 19.8.

Russian (Dvoretsky)

καταπίμπλημι: (fut. καταπλήσω) наполнять, переполнять, преисполнять (τινὰ φρονήματος Plut.; καταπιμπλάμενος ἀνομίας Plat.): ὄμβρων ἐπιγενομένων, πηλοῦ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς (acc. relat.) Plut. в связи с наступившими ливнями их палатки наполнились грязью.

Greek Monolingual

καταπίμπλημι (Α)
(επιτ. τ. του πίμπλημι) γεμίζω εντελώς, είμαι εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πίμπλημι «γεμίζω»].

Greek Monotonic

καταπίμπλημι: μέλ. -πλήσω, γεμίζω εντελώς με κάτι, με γεν., σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, ἐντελῶς γεμίζω (κατέπλησα τὸ χεῖλος, οὐκ ἐνέπλησα δέ, ἔνθα τὸ ἐνέπλησα ἰσχυρότερον, μέχρι κόρου ἐπλήρωσα), Ἀθήν. 132Β· τινά τινος, κ. τινα φρονήματος Πλουτ. Ἠθ. 715Α· μέσ. καταπιμπλάμενοι ἀνομίας Πλάτ. Πολ. 496Β· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἡδύσμασιν καταπεπλησμένα Ἀντιφ. ἐν «Παρασ.» 5. 4, κατεπίμπλαντο πηλοῦ τὰς σκηνὰς τὰς ἑαυτῶν σκηνάς.

Middle Liddell

fut. -πλήσω
to fill full of a thing, c. gen., Plat.