λακέτας: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λακέτας]], ὁ (Α)<br />(για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, [[δυνατά]], [[φωνακλάς]], [[θορυβοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λακ</i>- του [[λάσκω]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λακέτας]], ὁ (Α)<br />(για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, [[δυνατά]], [[φωνακλάς]], [[θορυβοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λακ</i>- του [[λάσκω]] ([[πρβλ]]. [[ἔλακ]]-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[έτας]] ([[πρβλ]]. <i>δαμ</i>-[[έτας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 8 May 2023
English (LSJ)
ὁ, the chirper, i.e. the cicada, Ael.NA10.44.
German (Pape)
[Seite 8] ὁ, die Tönende, so heißt die Cicade, Ael. H. A. 10, 44.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« l'insecte criard » (la cigale).
Étymologie: R. Λακ, résonner ; cf. λάσκω.
Syn. βάβαξ, ἠχέτης, τέττιξ.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱκέτᾱς: ὁ, ὁ κραυγάζων, δηλ. ὁ τέττιξ, Αἰλ. π. Ζ. 10. 44.
Greek Monolingual
λακέτας, ὁ (Α)
(για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, δυνατά, φωνακλάς, θορυβοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ- του λάσκω (πρβλ. ἔλακ-ον) + -έτας (πρβλ. δαμ-έτας)].