μελαγκευθής: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελαγκευθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο κρυμμένος στο [[σκοτάδι]], [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («μελαγκευθὲς [[εἴδωλον]] ἀνδρός», Βακχυλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εμπεριέχει μαύρο [[χρώμα]] («μελαγκευθὲς [[νέφος]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεῦθος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεύθω]] «[[κρύβω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελαγκευθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο κρυμμένος στο [[σκοτάδι]], [[μαύρος]], [[σκοτεινός]] («μελαγκευθὲς [[εἴδωλον]] ἀνδρός», Βακχυλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εμπεριέχει μαύρο [[χρώμα]] («μελαγκευθὲς [[νέφος]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεῦθος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεύθω]] «[[κρύβω]]»), [[πρβλ]]. [[παγκευθής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 8 May 2023
English (LSJ)
ές, shrouded in gloom, εἴδωλον B. Fr.25; carrying darkness (i.e. dark rain) in its bosom, νέφος Id.3.55 (prob.l.).
German (Pape)
[Seite 117] ές, im Dunkel verborgen, Bacchyl. frg. 38. Neue's Em. für μελαμβαφής.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγκευθής: -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass.
Greek Monolingual
μελαγκευθής, -ές (Α)
1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.)
2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. παγκευθής].