νυκτερήσιος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτερήσιος]] και [[νυκτερίσιος]], -ον (Α)<br />[[νυχτερινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ημερ</i>-<i>ήσιος</i>), που προτιμάται από τη γρφ. <i>νυκτερ</i>-[[ίσιος]](<b>βλ. λ.</b> [[νύχτα]])].
|mltxt=[[νυκτερήσιος]] και [[νυκτερίσιος]], -ον (Α)<br />[[νυχτερινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[ημερήσιος]]), που προτιμάται από τη γρφ. <i>νυκτερ</i>-[[ίσιος]](<b>βλ. λ.</b> [[νύχτα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:39, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερήσιος Medium diacritics: νυκτερήσιος Low diacritics: νυκτερήσιος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΗΣΙΟΣ
Transliteration A: nykterḗsios Transliteration B: nykterēsios Transliteration C: nykterisios Beta Code: nukterh/sios

English (LSJ)

ον, nightly, Luc.Alex. 53 (v.l. -εισ-, -ισ-), S.E.M.10.188.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui (agit) de nuit.
Étymologie: νύκτερος.

German (Pape)

nächtlich; χρησμός, Luc. Alex. 53 (wo Jacobs νυκτηρείσιος aufgenommen); φάντασμα, S.Emp. adv.phys. 2.188; s. νυκτοειδής.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερήσιος: ночной (χρησμός Luc.; φάντασμα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερήσιος: -ον, νυκτερινὸς (πρβλ. ἡμερήσιος), Ἀριστοφ. Θεσμ. 204, κατὰ τὸν Dobr. ἀντὶ νυκτερείσια. Τὸ αὐτὸ σφάλμα ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Λουκ. ἐν Ἀλεξ. 53, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 188.

Greek Monolingual

νυκτερήσιος και νυκτερίσιος, -ον (Α)
νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. ημερήσιος), που προτιμάται από τη γρφ. νυκτερ-ίσιος(βλ. λ. νύχτα)].

Greek Monotonic

νυκτερήσιος: -ον (νύκτερος), νυχτερινός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νυκτερήσιος, ον, νύκτερος
nightly, Ar.

English (Woodhouse)

of night

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)