Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐλάς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του [[οὖλος]]) σγουρή, κατσαρή<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θύλακος]], [[πήρα]], [[σακούλα]] («[[οὐλάδες]]<br />πῆραι, θύλακοι», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=[[οὐλάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του [[οὖλος]]) σγουρή, κατσαρή<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θύλακος]], [[πήρα]], [[σακούλα]] («[[οὐλάδες]]<br />πῆραι, θύλακοι», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[μονάς]])].
}}
}}

Revision as of 08:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλάς Medium diacritics: οὐλάς Low diacritics: ουλάς Capitals: ΟΥΛΑΣ
Transliteration A: oulás Transliteration B: oulas Transliteration C: oulas Beta Code: ou)la/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, pecul. fem. of οὖλος (B), A crisped, crinkled, χαίτη δρυός, of oak-leaves, Nic.Al.260. II as substantive, = πήρα, θύλακος, πτωχῶν οὐ. ἀεὶ κενεή Call.Fr.360 (θυλὰς cj. Ruhnken for οὐλαὶ, κενεή Hecker for κεναί), cf. Hsch. s. vv. θυλίδες, θυλλίς, οὐλάδες, Phot., Sch.Theoc.1.53; restd. for οὖδας in AP7.413 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 412] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu οὖλος, χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = πήρα, Ranzen, wie Hesych.

Russian (Dvoretsky)

οὐλάς: άδος (ᾰδ) ἡ дорожная сума Anth.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ οὖλος (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πήρα, θύλακος, Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ οὖδας ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440.

Greek Monolingual

οὐλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. (ως επίθ., ανώμ. θηλ. του οὖλος) σγουρή, κατσαρή
2. ως ουσ. θύλακος, πήρα, σακούλαοὐλάδες
πῆραι, θύλακοι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μονάς)].