Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τροχοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[μηχανισμός]] επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, [[φρένο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπόδιο]] («η [[αδιαλλαξία]] της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί [[τροχοπέδη]] για την πρόοδο τών συνομιλιών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ιστο</i>-[[πέδη]])].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[μηχανισμός]] επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, [[φρένο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπόδιο]] («η [[αδιαλλαξία]] της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί [[τροχοπέδη]] για την πρόοδο τών συνομιλιών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» ([[πρβλ]]. [[ιστοπέδη]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Radhemme]], [[Hemmschuh]] an den Rädern</i>, [[sonst]] [[ἐποχλεύς]], Herod.Attic. bei Ath. III.99c.
|ptext=ἡ, <i>[[Radhemme]], [[Hemmschuh]] an den Rädern</i>, [[sonst]] [[ἐποχλεύς]], Herod.Attic. bei Ath. III.99c.
}}
}}

Revision as of 15:05, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχοπέδη Medium diacritics: τροχοπέδη Low diacritics: τροχοπέδη Capitals: ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ
Transliteration A: trochopédē Transliteration B: trochopedē Transliteration C: trochopedi Beta Code: troxope/dh

English (LSJ)

ἡ, the drag or brake of a wheel, Herodes Atticus ap.Ath.3.99c.

Greek (Liddell-Scott)

τροχοπέδη: ἡ, δεσμὸς τροχοῦ, ὁ μηχανισμὸς δι’ οὗ ἡ κίνησις τοῦ τροχοῦ ἐμποδίζεται ἢ ἐπέχεται, Λατιν. sufflamen, Ἡρῴδης παρ’ Ἀθην. 99C· λέγεται καὶ ἐποχεύς.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. μηχανισμός επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, φρένο
2. μτφ. εμπόδιο («η αδιαλλαξία της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί τροχοπέδη για την πρόοδο τών συνομιλιών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. ιστοπέδη)].

German (Pape)

ἡ, Radhemme, Hemmschuh an den Rädern, sonst ἐποχλεύς, Herod.Attic. bei Ath. III.99c.