μελαγκόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαγκόρυφος]], ὁ (ΑM)<br /><b>1.</b> [[είδος]] πτηνού που έχει την [[κορυφή]] του κεφαλιού μαύρη<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι<br />[[ἄμεινον]] δὲ νοεῖν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς<br />τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κορυφή]] ([[πρβλ]]. <i>τρι</i>-[[κόρυφος]])].
|mltxt=[[μελαγκόρυφος]], ὁ (ΑM)<br /><b>1.</b> [[είδος]] πτηνού που έχει την [[κορυφή]] του κεφαλιού μαύρη<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι<br />[[ἄμεινον]] δὲ νοεῖν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς<br />τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κορυφή]] ([[πρβλ]]. [[τρικόρυφος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 16:16, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκόρῠφος Medium diacritics: μελαγκόρυφος Low diacritics: μελαγκόρυφος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: melankóryphos Transliteration B: melankoryphos Transliteration C: melagkoryfos Beta Code: melagko/rufos

English (LSJ)

ὁ, either
A blackcap warbler, Motacilla atricapilla, or a kind of titmouse, Ar.Av.887, Arist.HA592b22,616b4; αἱ συκαλίδες καὶ οἱ μ.… μεταβάλλουσιν εἰς ἀλλήλους ib.632b31, cf. Plin.HN10.86, Gp.15.1.23.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzem Scheitel, ὁ μελ., ein Vogel, der Mönch, Ar. Av. 887, Arist. H. A. 7, 3. 9, 15, Ath. II, 65 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête noire ; subst.μελαγκόρυφος sorte de fauvette, oiseau.
Étymologie: μέλας, κορυφή.

Russian (Dvoretsky)

μελαγκόρῠφος: ὁ зоол. черноголовка (птица Motacilla atricapilla) Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκόρῠφος: ὁ, πτηνόν τι ἔχον τὴν κορυφὴν μέλαιναν, κοινῶς «καλογρήτσα», Motacilla atricapilla L.· ἢ (κατὰ τὸν Sundevall) Parus palustris, Ἀριστοφ. Ὄρν. 887, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5., 9. 15, 2· κατὰ τὸν Πλίν. 10. 44, ἦτο τὸ πτηνὸν τὸ καλούμενον ficedula (συκαλίς), ἐδίδετο δὲ εἰς αὐτὸ τὸ δεύτερον τοῦτο ὄνομα κατὰ τὸν καιρὸν τῶν σύκων.

Greek Monolingual

μελαγκόρυφος, ὁ (ΑM)
1. είδος πτηνού που έχει την κορυφή του κεφαλιού μαύρη
2. (κατά τον Ησύχ.) «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι
ἄμεινον δὲ νοεῖν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς
τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κορυφή (πρβλ. τρικόρυφος)].

Greek Monotonic

μελαγκόρῠφος: ὁ (κορυφή), είδος πτηνού με μαύρο κεφάλι και ράχη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μελαγ-κόρῠφος, ὁ, κορυφή
the blackcap, Ar.