πρωτόμισθος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[πρώτος]] [[μεταξύ]] άλλων ή για πρώτη [[φορά]] υπηρετεί [[κάπου]] ως [[έμμισθος]] [[υπάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μισθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μισθός]]), | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[πρώτος]] [[μεταξύ]] άλλων ή για πρώτη [[φορά]] υπηρετεί [[κάπου]] ως [[έμμισθος]] [[υπάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μισθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μισθός]]), [[πρβλ]]. [[ολιγομισθος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, serving for hire first, Lyc.1384.
German (Pape)
[Seite 805] zuerst gedungen od. um Lohn dienend, Lycophr. 1384.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόμισθος: -ον, πρώτως ἐπὶ μισθῷ συμμαχῶν, Λυκόφρ. 1384.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πρώτος μεταξύ άλλων ή για πρώτη φορά υπηρετεί κάπου ως έμμισθος υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μισθος (< μισθός), πρβλ. ολιγομισθος].