πρωτόμισθος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[πρώτος]] [[μεταξύ]] άλλων ή για πρώτη [[φορά]] υπηρετεί [[κάπου]] ως [[έμμισθος]] [[υπάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μισθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μισθός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-<i>μισθος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[πρώτος]] [[μεταξύ]] άλλων ή για πρώτη [[φορά]] υπηρετεί [[κάπου]] ως [[έμμισθος]] [[υπάλληλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μισθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μισθός]]), [[πρβλ]]. [[ολιγομισθος]]].
}}
}}

Revision as of 11:35, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόμισθος Medium diacritics: πρωτόμισθος Low diacritics: πρωτόμισθος Capitals: ΠΡΩΤΟΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: prōtómisthos Transliteration B: prōtomisthos Transliteration C: protomisthos Beta Code: prwto/misqos

English (LSJ)

ον, serving for hire first, Lyc.1384.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst gedungen od. um Lohn dienend, Lycophr. 1384.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμισθος: -ον, πρώτως ἐπὶ μισθῷ συμμαχῶν, Λυκόφρ. 1384.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πρώτος μεταξύ άλλων ή για πρώτη φορά υπηρετεί κάπου ως έμμισθος υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μισθος (< μισθός), πρβλ. ολιγομισθος].