τηλόθι: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[μακριά]], σε μακρινό [[σημείο]] ή [[χώρα]] («ἐν Ἄργεϊ [[τηλόθι]] πάτρης», Ομ,Ιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆλε]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ό</i>-<i>θι</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀγχ</i>-<i>όθι</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[μακριά]], σε μακρινό [[σημείο]] ή [[χώρα]] («ἐν Ἄργεϊ [[τηλόθι]] πάτρης», Ομ,Ιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆλε]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ό</i>-<i>θι</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θι</i>), [[πρβλ]]. [[ἀγχόθι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλόθῐ Medium diacritics: τηλόθι Low diacritics: τηλόθι Capitals: ΤΗΛΟΘΙ
Transliteration A: tēlóthi Transliteration B: tēlothi Transliteration C: tilothi Beta Code: thlo/qi

English (LSJ)

Adv. = τῆλε, τηλοῦ, afar, at a distance, Od.1.22, Il.8.285, al., Theoc.24.116 codd.: c. gen., τηλόθι πάτρης Il.1.30, al.; νηῶν Q.S.14.410.

German (Pape)

[Seite 1107] adv., = τῆλε, τηλοῦ, fern; Il. 16, 461 u. oft; τὸν καὶ τηλόθ' ἐόντα, 8, 285, wie Αἰθίοπας τηλόθ' ἐόντας, Od. 1, 22; auch c. gen., τηλόθι πάτρης, fern von der Heimath, Il. 1, 30; sp. D.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 au loin;
2 loin de, gén..
Étymologie: *τηλός, -θι.

Russian (Dvoretsky)

τηλόθῐ:
I adv. далеко Hom., Theocr.
II praep. cum gen. далеко (вдали) от (τ. πάτρης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τηλόθῐ: Ἐπίρρ. = τῆλε, τηλοῦ, μακράν, ἐν σημείῳ μακρὰν ἀπέχοντι, Ὀδ. Α. 22, Ἰλ. Θ. 285, κ. ἀλλ., Θεόκρ. 24. 114 - μετὰ γεν., τηλόθι πάτρης Ἰλ. Α. 30, κ. ἀλλ.

English (Autenrieth)

far away; w. gen., far from, Il. 1.30.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μακριά, σε μακρινό σημείο ή χώρα («ἐν Ἄργεϊ τηλόθι πάτρης», Ομ,Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. ἀγχόθι].

Greek Monotonic

τηλόθῐ: επίρρ., = τῆλε, τηλοῦ, σε Όμηρ.· με γεν., τηλόθι πάτρης, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

= τῆλε, τηλοῦ, Hom.]
c. gen., τηλόθι πάτρης Il.