τυφλώψ: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, / [[τυφλώψ]], -ῶπος, ο, ΝΑ, και [[τυφλώψ]], ἡ, Α<br />ο [[τυφλίνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] οφιδίων, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]], στο οποίο ανήκει και ο [[τυφλίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] τυφλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώψ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>στρογγυλ</i>-<i>ώψ</i>].
|mltxt=ο, / [[τυφλώψ]], -ῶπος, ο, ΝΑ, και [[τυφλώψ]], ἡ, Α<br />ο [[τυφλίνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] οφιδίων, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της οικογένειας [[τυφλωπίδες]], στο οποίο ανήκει και ο [[τυφλίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τυφλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] τυφλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώψ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ὄπωπα]]), [[πρβλ]]. [[στρογγυλώψ]]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ῶπος, ὁ, ἡ,<br><b class="num">1</b> <i>mit blindem [[Gesicht]], [[blind]]</i>, Arcad. 94.<br><b class="num">2</b> = [[τύφλινος]], Nic. <i>Th</i>. 492; Ael. <i>H.A</i>. 8.13.
|ptext=ῶπος, ὁ, ἡ,<br><b class="num">1</b> <i>mit blindem [[Gesicht]], [[blind]]</i>, Arcad. 94.<br><b class="num">2</b> = [[τύφλινος]], Nic. <i>Th</i>. 492; Ael. <i>H.A</i>. 8.13.
}}
}}

Revision as of 11:55, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφλώψ Medium diacritics: τυφλώψ Low diacritics: τυφλώψ Capitals: ΤΥΦΛΩΨ
Transliteration A: typhlṓps Transliteration B: typhlōps Transliteration C: tyflops Beta Code: tuflw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ) blind-eyed, blind, v. τυφλίνης.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ὁ τυφλὸς τοὺς ὦπας, τυφλὸς τοὺς ὀφθαλμούς, τυφλός, καὶ ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται, «τυφλῶπες, οἱ καλούμενοι τυφλῖνοι· οἳ καὶ πατούμενοι ἠρεμοῦσιν» (Σχόλ.), Νικ. Θηρ. 492, ἴδε ἐν λέξ. τυφλίνης.

Greek Monolingual

ο, / τυφλώψ, -ῶπος, ο, ΝΑ, και τυφλώψ, ἡ, Α
ο τυφλίνος
νεοελλ.
γένος οφιδίων, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας τυφλωπίδες, στο οποίο ανήκει και ο τυφλίνος
αρχ.
1. τυφλός
2. αυτός που δίνει την εντύπωση τυφλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -ώψ (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. στρογγυλώψ].

German (Pape)

ῶπος, ὁ, ἡ,
1 mit blindem Gesicht, blind, Arcad. 94.
2τύφλινος, Nic. Th. 492; Ael. H.A. 8.13.