χαλκομίτρας: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χαλκεομίτρας]] και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α<br />αυτός που έχει χάλκινο [[κάλυμμα]] κεφαλής ή χάλκινη [[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χαλκεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μίτρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίτρα]] «[[κάλυμμα]] κεφαλής, [[διάδημα]], [[ζώνη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>μίτρης</i>].
|mltxt=και [[χαλκεομίτρας]] και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α<br />αυτός που έχει χάλκινο [[κάλυμμα]] κεφαλής ή χάλκινη [[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χαλκεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μίτρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίτρα]] «[[κάλυμμα]] κεφαλής, [[διάδημα]], [[ζώνη]]»), [[πρβλ]]. [[χρυσομίτρης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκομίτρας:''' -α, ὁ, αυτός που έχει [[μίτρα]] ή [[ζώνη]] από χαλκό, σε Πίνδ.
|lsmtext='''χαλκομίτρας:''' -α, ὁ, αυτός που έχει [[μίτρα]] ή [[ζώνη]] από χαλκό, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 12:08, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκομίτρας Medium diacritics: χαλκομίτρας Low diacritics: χαλκομίτρας Capitals: ΧΑΛΚΟΜΙΤΡΑΣ
Transliteration A: chalkomítras Transliteration B: chalkomitras Transliteration C: chalkomitras Beta Code: xalkomi/tras

English (LSJ)

α, ὁ, with μίτρη of bronze, Κάστωρ Pi.N. 10.90 (to be restored for χαλκεομ-):—also χαλκό-μιτρος, ον, Lyc. 997.

German (Pape)

[Seite 1331] = χαλκεομίτρας, Κάστωρ Pind. N. 10, 90.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m.
à la ceinture garnie d'airain ou de cuivre.
Étymologie: χαλκός, μίτρα.

Russian (Dvoretsky)

χαλκομίτρας: α adj. m имеющий на себе пояс с медной или бронзовой отделкой (Κάστωρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκομίτρας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μίτραν ἢ ζώνην ἐκ χαλκοῦ, Κάστωρ Πινδ. Ν. 10. ἐν τέλ. (ὡς ὁ Böckh διορθοῖ ἀντὶ χαλκεομ-, ὃ ἴδε)· ― ὡσαύτως χαλκόμιτρος, ον, Λυκόφρ. 997.

English (Slater)

χαλκομίτρας with bronze belt χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) (N. 10.90)

Greek Monolingual

και χαλκεομίτρας και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α
αυτός που έχει χάλκινο κάλυμμα κεφαλής ή χάλκινη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- / χαλκεο- + -μίτρας (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. χρυσομίτρης].

Greek Monotonic

χαλκομίτρας: -α, ὁ, αυτός που έχει μίτρα ή ζώνη από χαλκό, σε Πίνδ.