Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλόχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά έναν [[τόπο]], που του αρέσει να μένει σε έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά έναν [[τόπο]], που του αρέσει να μένει σε έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), [[πρβλ]]. [[στενόχωρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:17, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόχωρος Medium diacritics: φιλόχωρος Low diacritics: φιλόχωρος Capitals: ΦΙΛΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: philóchōros Transliteration B: philochōros Transliteration C: filochoros Beta Code: filo/xwros

English (LSJ)

ον, fond of a place, Poll.6.167.

German (Pape)

[Seite 1288] einen Ort liebend, sich gern an einem Orte aufhaltend, verweilend, Greg. Naz. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui séjourne volontiers ou habituellement dans un lieu.
Étymologie: φίλος, χώρα.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόχωρος: -ον, (χώρα) ὁ σφόδρα ἀγαπῶν τόπον τινά, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 553C, πρβλ Πολυδ. Ϛ΄, 167.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά έναν τόπο, που του αρέσει να μένει σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. στενόχωρος].

Greek Monotonic

φῐλόχωρος: -ον (χώρα), αυτός που αγαπά έναν τόπο.

Middle Liddell

φῐλό-χωρος, ον, χώρα
fond of a place.