βουδόρος: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουδόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γδέρνει βόδια<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ειδικό [[μαχαίρι]] για το [[γδάρσιμο]] των βοδιών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βουδόρῳ νόμῳ» — γι' αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[δορά]] <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]).
|mltxt=[[βουδόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γδέρνει βόδια<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ειδικό [[μαχαίρι]] για το [[γδάρσιμο]] των βοδιών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «βουδόρῳ νόμῳ» — γι' αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[δορά]] <span style="color: red;"><</span> [[δέρω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:22, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουδόρος Medium diacritics: βουδόρος Low diacritics: βουδόρος Capitals: ΒΟΥΔΟΡΟΣ
Transliteration A: boudóros Transliteration B: boudoros Transliteration C: voudoros Beta Code: boudo/ros

English (LSJ)

ον, (δέρω) A flaying oxen, galling, Hes.Op.504 (βούδορα codd., βουδόρα Sch.T.ll.17.550, cf. Eust.1117.53). II for flaying, μάχαιρα Babr.97.7: as substantive, Hsch., prob. in Tim.Pers.28. 2 prov., β. νόμῳ of those who deserve flaying, Diogenian.3.66.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): βού- Eust.1117.53
1 desollador de bueyes, apto para desollar bueyes ἤματα Hes.Op.504, Sch.Er.Il.17.550, μάχαιραι Babr.97.7, en el inventario de objetos de un santuario IG 13.405.9 (V a.C.)
prov. βουδόρῳ νόμῳ dicho de los que merecen ser desollados, Diogenian.1.3.66, Phot.β 225, Hsch.
2 de cuero de buey ἐν ἀποτομάσι βουδόροισι en astiles (con correas) de cuero de buey Tim.15.28, cf. βουδόρῳ· ἀσκῷ Hsch.

German (Pape)

[Seite 456] Rinder schindend, aufreibend, Hes. O. 502 ἤματα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où l'on écorche les bœufs;
2βουδόρος couteau pour écorcher les bœufs.
Étymologie: βοῦς, δέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουδόρος -ον βοῦς, δέρω om ossen te villen.

Russian (Dvoretsky)

βουδόρος: II ὁ нож для сдирания бычачьих шкур Babr.
обдирающий быков, т. е. мучительный для скота (ἤματα Hes.).

Greek Monolingual

βουδόρος, -ον (Α)
1. αυτός που γδέρνει βόδια
2. ως ουσ. ειδικό μαχαίρι για το γδάρσιμο των βοδιών
3. φρ. «βουδόρῳ νόμῳ» — γι' αυτούς που τους αξίζει να τους γδάρουν ζωντανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόρος < δορά < δέρω].

Greek Monotonic

βουδόρος: -ον (δέρω),
I. αυτός που γδέρνει, που βασανίζει τα βόδια, σε Ησίοδ.
II. ως ουσ., το μαχαίρι που χρησιμοποιείται για την εκδορά των βοδιών, σε Βάβρ.

Greek (Liddell-Scott)

βουδόρος: -ον, (δέρω) ὁ δέρων, ἐκδέρων βοῦς, βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., μάχαιρα πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.

Middle Liddell

δέρω
I. flaying oxen, Hes.
II. as substantive a knife for flaying, Babr.