κνηστίς: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κνηστίς:''' ίδος ἡ головная шпилька Plut. | |elrutext='''κνηστίς:''' ίδος ἡ [[головная шпилька]] Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:50, 11 May 2023
English (LSJ)
ίδος, ἡ, hollow hair-pin, Plu.Ant.86.
German (Pape)
[Seite 1460] ίδος, ἡ, κοίλη, bei Plut. Anton. 86 eine Art Frisir- oder Haarnadel, calamistrum; D. Cass. 51, 14, in derselben Erzählung, steht βελόνη dafür.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
aiguille à coiffer.
Étymologie: κνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνηστίς, -ίδος, ἡ [κνάω] haarspeld.
Russian (Dvoretsky)
κνηστίς: ίδος ἡ головная шпилька Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κνηστίς: -ίδος, ἡ, παρὰ Πλουτ. ἐν Ἀντων. 86, φαίνεται ὅτι ἦτο περόνη τις, δι’ ἧς ἡ Κλεοπάτρα συνεκράτη τὴν κόμην αὑτῆς οὖσα ἔνδοθεν κοίλη πρὸς ἀπόκρυψιν δηλητηρίου· καλουμένη βελόνη παρὰ τῷ Ξιφιλίν. σ. 56.
Greek Monolingual
κνηστίς, -ίδος, ἡ (Α) κνω
διακοσμητική καρφίτσα τών μαλλιών.