πηγυλίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πηγῠλίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f ледяной, морозный ([[νύξ]] Hom.).<br />ίδος ἡ мороз или иней (ῥιγεδανὴ π. Anth.).
|elrutext='''πηγῠλίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f ледяной, морозный ([[νύξ]] Hom.).<br />ίδος ἡ [[мороз или иней]] (ῥιγεδανὴ π. Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγῠλίς Medium diacritics: πηγυλίς Low diacritics: πηγυλίς Capitals: ΠΗΓΥΛΙΣ
Transliteration A: pēgylís Transliteration B: pēgylis Transliteration C: pigylis Beta Code: phguli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A (πήγνυμι III) frozen, icy-cold, νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος π. Od.14.476; ἀϋτμή A.R.2.737. II as substantive, hoar-frost, rime, AP9.384.24, Alciphr.1.23: pl., frosts, Orph.Fr.270.4.

German (Pape)

[Seite 609] ἡ, reisig, eisig, mit Reif, Frost verbunden, dah. eiskalt; νύξ, Od. 14, 476; ἀϋτμή, An. Rh. 2, 737, Schol. παγετώδης καὶ ψυχρά. – Als subst., Reif, Frost, wie πάγος, πηγάς, Alciphr. 1, 23, Menses Rom. (IX, 384); und im plur. Schneeflocken, Orph.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
glacial.
Étymologie: R. Παγ, rendre consistant ; v. πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηγυλίς -ίδος [πήγνυμι] ijskoud.

Russian (Dvoretsky)

πηγῠλίς: ίδος (ῐδ) adj. f ледяной, морозный (νύξ Hom.).
ίδος ἡ мороз или иней (ῥιγεδανὴ π. Anth.).

English (Autenrieth)

ίδος (πήγνῦμι): frosty, icecold, Od. 14.476†.

Greek Monolingual

-ίδος, ή, Α
1. η πάχνη
2. ο πάγος, ο παγετός
3. ως επίθ. φρ. «νὺξ πηγυλίς» — νύχτα γεμάτη παγωνιά, νύχτα πολύ κρύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + επίθημα -υλίς (πρβλ. πιδ-υλίς)].

Greek Monotonic

πηγῠλίς: -ίδος, θηλ. επίθ. (πήγνυμι III), παγωμένος, κατεψυγμένος, παγετώδης, σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = παγετός, πάχνη, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πηγῠλίς: -ίδος, ἡ, (πήγνυμι ΙΙΙ) ψυχρά, παγετώδης, νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε κακή, Βορέαο πεσόντος, πηγυλὶς Ὀδ. Ξ. 476· ἀϋτμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 737. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πάγος, παγετός, πάχνη, Ἀνθ. Π. 9. 384, Ἀλκίφρων 1. 23· ἐν τῷ πληθ., νιφάδες χιόνος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 31.

Middle Liddell

πηγῠλίς, ίδος, πήγνυμι III]
frozen, icy-cold, Od.; as substantive, = παγετός, πάχνη, Anth.