πώρινος: Difference between revisions
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πώρινος]], -η, -ον, ΝΑ<br />κατασκευασμένος από πωρόλιθο («πώρινο [[άγαλμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πώρινος]] [[λίθος]]» — [[πωρόλιθος]]<br />β) «λατομίον πώρινον» ή [[απλώς]] «πώρινον» — [[λατομείο]] πωρόλιθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶρος]] «[[πέτρα]], [[πωρόλιθος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ( | |mltxt=-η, -ο / [[πώρινος]], -η, -ον, ΝΑ<br />κατασκευασμένος από πωρόλιθο («πώρινο [[άγαλμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[πώρινος]] [[λίθος]]» — [[πωρόλιθος]]<br />β) «λατομίον πώρινον» ή [[απλώς]] «πώρινον» — [[λατομείο]] πωρόλιθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶρος]] «[[πέτρα]], [[πωρόλιθος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:06, 11 May 2023
English (LSJ)
λίθος,= πῶρος 1, Hdt.5.62, Ar.Fr.510 (pl.), Paus.6.19.1; λατόμια . . π. SIG1182.12 (Ephesus, iii B.C.); λιθουργοῖς τῶν π. IG12.336.10.
German (Pape)
[Seite 828] von Tuffstein; λίθος πώρινος, Tuffstein, Her. 5, 62; Ar. bei Poll. 10, 173.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de tuf : πώρινος λίθος HDT pierre de l'espèce du tuf.
Étymologie: πῶρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πώρινος λίθος, ὁ [πῶρος] tufsteen.
Russian (Dvoretsky)
πώρῐνος: туфовый: π. λίθος Her. известковый туф.
Greek Monolingual
-η, -ο / πώρινος, -η, -ον, ΝΑ
κατασκευασμένος από πωρόλιθο («πώρινο άγαλμα»)
αρχ.
φρ. α) «πώρινος λίθος» — πωρόλιθος
β) «λατομίον πώρινον» ή απλώς «πώρινον» — λατομείο πωρόλιθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].
Greek Monotonic
πώρῐνος: -η, -ον, βλ. πῶρος.
Greek (Liddell-Scott)
πώρῐνος: -η, -ον, ἴδε πῶρος Ι.
Middle Liddell
πώρῐνος, η, ον [v. πῶρος.]