ὀλέτης: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλέτης]], ὁ, θηλ. [[ὀλέτις]] (Α)<br />[[ολετήρας]], [[καταστροφέας]], [[εξολοθρευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ολε</i>- (<b>βλ.</b> <i>όλλυμι</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ὄλε</i>-[[θρος]], <i>ὤλεσ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> ( | |mltxt=[[ὀλέτης]], ὁ, θηλ. [[ὀλέτις]] (Α)<br />[[ολετήρας]], [[καταστροφέας]], [[εξολοθρευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ολε</i>- (<b>βλ.</b> <i>όλλυμι</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ὄλε</i>-[[θρος]], <i>ὤλεσ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> ([[πρβλ]]. [[ερέτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:55, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὀλετήρ (destroyer, murderer), Epigr.Gr. 334.15 (Ilium) ; — fem. ὀλέτις, AP 3.7 (Inscr. Cyzic.), PMagPar. 1.2860.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλέτης: -ου, = ὀλετήρ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 334. 15· - θηλ. ὀλέτις, Ἀνθ. Π. 3. 7· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 256.
Greek Monolingual
ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α)
ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε- (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε-θρος, ὤλεσ-α) + κατάλ. -της (πρβλ. ερέτης)].
Greek Monotonic
ὀλέτης: -ου, ὁ, = ὀλετήρ· θηλ. ὀλέτις, σε Ανθ.