ὀγδοαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὀγδοαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] την όγδοη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> (για πυρετό) αυτός που επαναλαμβάνεται περιοδικά [[κατά]] την όγδοη [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγδοος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τεταρτ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=ὀγδοαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] την όγδοη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> (για πυρετό) αυτός που επαναλαμβάνεται περιοδικά [[κατά]] την όγδοη [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγδοος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[τεταρταίος]])].
}}
}}

Revision as of 16:57, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγδοαῖος Medium diacritics: ὀγδοαῖος Low diacritics: ογδοαίος Capitals: ΟΓΔΟΑΙΟΣ
Transliteration A: ogdoaîos Transliteration B: ogdoaios Transliteration C: ogdoaios Beta Code: o)gdoai=os

English (LSJ)

α, ον, A on the eighth day, Plb.5.52.3, al., Plu.2.288c, Gal.9.869, etc. II of fever, recurring on the eighth day, octavan, Id.7.505.

German (Pape)

[Seite 290] am achten Tage, ὀγδοαῖοι ὑπερέβαλον τὸ ὄρος, Pol. 5, 52, 3; Plut. Caes. 17.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui vient ou se fait le 8ᵉ jour.
Étymologie: ὀγδόη.

Russian (Dvoretsky)

ὀγδοαῖος: совершающийся на восьмой день Polyb.: ὀ. ἐλθεῖν Plut. прибыть на восьмой день.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδοαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν, Πολύβ. 5. 52, 3, κτλ.

Greek Monolingual

ὀγδοαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται κατά την όγδοη μέρα
2. (για πυρετό) αυτός που επαναλαμβάνεται περιοδικά κατά την όγδοη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τεταρταίος)].