ὀλίγιστος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλίγιστος]], -ίστη, -ον)<br />(υπερθ. του [[ὀλίγος]]) [[πάρα]] πολύ [[λίγος]], [[ελάχιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υπερθ. -[[ιστός]] ( | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλίγιστος]], -ίστη, -ον)<br />(υπερθ. του [[ὀλίγος]]) [[πάρα]] πολύ [[λίγος]], [[ελάχιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υπερθ. -[[ιστός]] ([[πρβλ]]. [[μέγιστος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 16:57, 11 May 2023
English (LSJ)
v. ὀλίγος.
German (Pape)
[Seite 320] superl. zu ὀλίγος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
Sp. de ὀλίγος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλίγιστος: superl. к ὀλίγος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίγιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ ὀλίγος, (ἴδε ὀλίγος VI).
English (Autenrieth)
see ὀλίγος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλίγιστος, -ίστη, -ον)
(υπερθ. του ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγιστος)].
Greek Monotonic
ὀλίγιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του ὀλίγος (βλ. ὀλίγος V).