ὀγδόατος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀγδόατος]], -άτη, -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> όγδοος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀγδοάτη</i><br />(ενν. [[ἡμέρα]]) η όγδοη [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγδοος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ατος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εβδόμ</i>-<i>ατος</i>)].
|mltxt=[[ὀγδόατος]], -άτη, -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> όγδοος<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀγδοάτη</i><br />(ενν. [[ἡμέρα]]) η όγδοη [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγδοος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ατος</i> ([[πρβλ]]. [[εβδόματος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:58, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγδόᾰτος Medium diacritics: ὀγδόατος Low diacritics: ογδόατος Capitals: ΟΓΔΟΑΤΟΣ
Transliteration A: ogdóatos Transliteration B: ogdoatos Transliteration C: ogdoatos Beta Code: o)gdo/atos

English (LSJ)

η, ον, poet. for ὄγδοος, as τρίτατος for τρίτος, the eighth, Il.19.246, Od.3.306, Emp. 68; ὀ. δεκάς Rev.Phil.22.357; ἡ ὀγδοάτη (sc. ἡμέρα) the eighth day, octave, Hes.Op.772, 790 (καθ' ὁγδοάδην δεκάδα prob. in Jahresh.23 Beibl.402 (Egypt)).

German (Pape)

[Seite 290] poet. = ὄγδοος, der achte (vgl. τρίτατος u. ἑβδόματος mit τρίτος u. ἕβδομος), Il. 19, 248 Od. 3, 306. 4, 82, Hes. O. 774.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
poét. c. ὄγδοος.

Russian (Dvoretsky)

ὀγδόᾰτος: Hom., Hes. = ὄγδοος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδόᾰτος: -η, -ον, ποιητικ. ἀντὶ ὄγδοος, ὡς τρίτατος, ἀντὶ τρίτος, ὁ ὄγδοος, Ἰλ. Τ. 246, Ὀδ. Γ. 306· ἡ ὀγδοάτη (ἐξυπακ. ἡμέρα), ἡ ὀγδόη ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 770, 788.

English (Autenrieth)

and ὄγδοος: eighth.

Greek Monolingual

ὀγδόατος, -άτη, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. όγδοος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀγδοάτη
(ενν. ἡμέρα) η όγδοη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + κατάλ. -ατος (πρβλ. εβδόματος)].

Greek Monotonic

ὀγδόᾰτος: -η, -ον, ποιητ. αντί ὄγδοος, όπως τρίτατος αντί τρίτος, όγδοος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ὀγδόᾰτος, η, ον [poetic for ὄγδοος, as τρίτατος for τρίτος
the eighth, Hom.