μετεώρισμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meteorisma | |Transliteration C=meteorisma | ||
|Beta Code=metew/risma | |Beta Code=metew/risma | ||
|Definition=ατος, τό, = [[μετεωρισμός]] ([[being raised up]], [[swelling]]) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, Hsch. | |Definition=-ατος, τό, = [[μετεωρισμός]] ([[being raised up]], [[swelling]]) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, = μετεωρισμός (being raised up, swelling) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 159] τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μετεώρισμα) μετεωρίζω
νεοελλ.
μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση
μσν.
1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
μσν.-αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.