ἐξόγκωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksogkoma
|Transliteration C=eksogkoma
|Beta Code=e)co/gkwma
|Beta Code=e)co/gkwma
|Definition=ατος, τό, anything [[raised]] or [[swollen]], ἐ. λάϊνα [[cairn]]s, E.HF1332; [[swelling]], Hp.Epid.2.2.24.
|Definition=-ατος, τό, anything [[raised]] or [[swollen]], ἐ. λάϊνα [[cairn]]s, E.HF1332; [[swelling]], Hp.Epid.2.2.24.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόγκωμα Medium diacritics: ἐξόγκωμα Low diacritics: εξόγκωμα Capitals: ΕΞΟΓΚΩΜΑ
Transliteration A: exónkōma Transliteration B: exonkōma Transliteration C: eksogkoma Beta Code: e)co/gkwma

English (LSJ)

-ατος, τό, anything raised or swollen, ἐ. λάϊνα cairns, E.HF1332; swelling, Hp.Epid.2.2.24.

German (Pape)

[Seite 884] τό, das Erhöhte, Angeschwellte, λάϊνα, Grabhügel, Eur. Herc. Fur. 1332.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gonflement.
Étymologie: ἐξογκόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόγκωμα: ατος τό вздутие, возвышение: ἐ. λάϊνον Eur. каменный памятник.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόγκωμα: τό, πᾶν ὑψούμενος ἢ ἐξογκούμενον πρᾶγμα, λαΐνοισί τ’ ἐξογκώμασι, λιθίνοις οἰκοδομήμασι, δηλ. βωμοῖς, ναοῖς, κλ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1332.

Greek Monolingual

το (AM ἐξόγκωμα) εξογκώ
ό,τι έχει σχηματιστεί από εξόγκωση ή ανύψωση
νεοελλ.
πρήξιμο.

Greek Monotonic

ἐξόγκωμα: -ατος, τό, οτιδήποτε πρησμένο, φουσκωμένο, υψωμένο, ἐξ. λάϊνον, σωρός, οικοδόμημα από πέτρες, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐξόγκωμα, ατος, τό, [from ἐξογκόω
anything swollen, ἐξ. λάϊνον a mound of stones, Eur.