πισμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pismos
|Transliteration C=pismos
|Beta Code=pismo/s
|Beta Code=pismo/s
|Definition=ὁ<b class="b3">, (πιπίσκω) ποτισμός</b>, Hsch. πίσορ, Lacon. for [[πίθος]], Id.
|Definition=ὁ, ([[πιπίσκω]]) ποτισμός, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] πίσορ, Lacon. for [[πίθος]], Id.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισμός Medium diacritics: πισμός Low diacritics: πισμός Capitals: ΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: pismós Transliteration B: pismos Transliteration C: pismos Beta Code: pismo/s

English (LSJ)

ὁ, (πιπίσκω) ποτισμός, Hsch. πίσορ, Lacon. for πίθος, Id.

German (Pape)

[Seite 619] ὁ, = ποτισμός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πισμός: ὁ, (πιπίσκω), = ποτισμός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πισμός˙ πιστήρ. ποτίστρα. ληνός».

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποτισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πι- του πίνω, με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πίσα, πίστρα, πιστός (ΙΙ)] + κατάλ. -μός].