θυράζω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyrazo
|Transliteration C=thyrazo
|Beta Code=qura/zw
|Beta Code=qura/zw
|Definition=aor. inf. [[θυράξαι]], [[thrust out of doors]], Hsch.
|Definition=aor. inf. [[θυράξαι]], [[thrust out of doors]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυράζω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σπρώχνω]] έξω από τη [[θύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]. Αβέβαιος τ., για την ύπαρξη του οποίου συνηγορεί η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[θυράγματα]]<br /><i>αφοδεύματα</i>].
|mltxt=[[θυράζω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σπρώχνω]] έξω από τη [[θύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]]. Αβέβαιος τ., για την ύπαρξη του οποίου συνηγορεί η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[θυράγματα]]<br /><i>αφοδεύματα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυράζω Medium diacritics: θυράζω Low diacritics: θυράζω Capitals: ΘΥΡΑΖΩ
Transliteration A: thyrázō Transliteration B: thyrazō Transliteration C: thyrazo Beta Code: qura/zw

English (LSJ)

aor. inf. θυράξαι, thrust out of doors, Hsch.

Greek Monolingual

θυράζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) σπρώχνω έξω από τη θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. Αβέβαιος τ., για την ύπαρξη του οποίου συνηγορεί η γλώσσα του Ησύχ. θυράγματα
αφοδεύματα].