Μορμώ: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Mormo | |Transliteration C=Mormo | ||
|Beta Code=*mormw/ | |Beta Code=*mormw/ | ||
|Definition=όος, contr. | |Definition=όος, contr. [[Μορμοῦς]], also [[Μορμών]], όνος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[she-monster]], [[bogey]], dub. in Erinn. in ''PSI''9.1090.51 + ''ΙΙ'' (p. xii); used by nurses to frighten children, Luc.''Philops.''2: generally, [[bugbear]], ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''582; οὐδὲν δεόμεθ'… τῆς σῆς μορμόνος Id.''Pax''474 (both times of Lamachus' helmet and crest); <b class="b3">φοβεῖσθαι τοὺς πελταστάς, ὥσπερ μορμόνας</b> (-ῶνας codd.) παιδάρια X.''HG''4.4.17.<br><span class="bld">II</span> as an exclamation to frighten children with, [[boh]]!, μορμώ, δάκνει ἵππος Theoc.15.40; <b class="b3">μορμὼ τοῦ θράσους</b> a [[fig]] for his courage!, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''693. (Perh. cogn. with Lat. [[formido]], where [[f]] is due to dissimilation, cf. [[μορφή]], [[μύρμηξ]].) | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
όος, contr. Μορμοῦς, also Μορμών, όνος, ἡ,
A she-monster, bogey, dub. in Erinn. in PSI9.1090.51 + ΙΙ (p. xii); used by nurses to frighten children, Luc.Philops.2: generally, bugbear, ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα Ar.Ach.582; οὐδὲν δεόμεθ'… τῆς σῆς μορμόνος Id.Pax474 (both times of Lamachus' helmet and crest); φοβεῖσθαι τοὺς πελταστάς, ὥσπερ μορμόνας (-ῶνας codd.) παιδάρια X.HG4.4.17.
II as an exclamation to frighten children with, boh!, μορμώ, δάκνει ἵππος Theoc.15.40; μορμὼ τοῦ θράσους a fig for his courage!, Ar.Eq.693. (Perh. cogn. with Lat. formido, where f is due to dissimilation, cf. μορφή, μύρμηξ.)
Greek (Liddell-Scott)
Μορμώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, καὶ Μορμών, όνος, ἡ, φοβερόν τι θῆλυ τέρας, δι’ οὗ αἱ τροφοὶ συνείθιζον νὰ ἐκφοβῶσι τὰ παιδία, ὡς ἡ mānia τῶν Ρωμαίων, Λουκ. Φιλοψ. 2, ἴδε Ruhnk. Τίμ.· καθόλου, φόβητρον, μορμολύκειον, ἀπένεγκ’ ἐμοῦ τὴν μορμόνα Ἀριστοφ. Ἀχ. 582· οὐδὲν δεόμεθ’... τῆς σῆς μορμόνος Εἰρ. 474 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις περὶ τῆς περικεφαλαίας καὶ τοῦ λόφου τοῦ Λαμάχου· φοβεῖσθαι τοὺς πελταστάς, ὥσπερ μορμόνας (κοινῶς: -ῶνας) παιδάρια Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 47. ΙΙ. ὡς ἐπιφώνημα πρὸς ἐκφόβησιν τῶν παιδίων: «μποῦ, μποῦ», μορμώ, δάκνει ἵππος Θεόκρ. 15. 40· μορμὼ τοῦ θράσους, «μωρὲ θρασύτητα ’ποῦ τὴν ἔχει!» Ἀριστοφ. Ἱππ. 693. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: μόρμοι· φόβοι κενοί, καὶ μορμή, καταπληκτική: ἐντεῦθεν μορμύνω, μορμύσσομαι, μόρμορος, μορμωτός, μορμορύζω, μορμολύττομαι, μορμολύκη, -λυκεῖον).
Greek Monotonic
Μορμώ: και Μορμών, -όνος, ἡ,
I. τρομακτικό θηλ. τέρας, που το αποκαλούνταν οι τροφοί για να τρομάξουν τα παιδιά, σε Λουκ.· γενικά, φόβητρο, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. ως επιφών. για να τρομάξει τα παιδιά, μπου! μορμώ, δάκνει ἵππος, σε Θεόκρ.· μορμὼ τοῦ θράσους, βρε θράσος που τό 'χει!, σε Αριστοφ.