ὀξυωπής: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksyopis | |Transliteration C=oksyopis | ||
|Beta Code=o)cuwph/s | |Beta Code=o)cuwph/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀξυωπές, ([[ὤψ]])<br><span class="bld">A</span> [[sharp-sighted]], ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Arist.''HA''492a9; <b class="b3">ὁ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος</b> ib.620a2, cf. Luc.''Icar.''14: Comp. ὀξυωπέστερος Ph.1.531, 2.546. Adv., ὀξυωπέστερον βλέπεις Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Λυγκέως]]; ὀξυωπέστατα ὁρᾶν Ph.1.338; βλέπειν Herm. ap. Stob.1.49.45.<br><span class="bld">2</span> metaph., θίξις -εστέρα Marcellin.''Puls.''19.<br><span class="bld">II</span> Act., [[sharpening the sight]], Dsc.3.45. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀξυωπές, (ὤψ)
A sharp-sighted, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Arist.HA492a9; ὁ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος ib.620a2, cf. Luc.Icar.14: Comp. ὀξυωπέστερος Ph.1.531, 2.546. Adv., ὀξυωπέστερον βλέπεις Suid. s.v. Λυγκέως; ὀξυωπέστατα ὁρᾶν Ph.1.338; βλέπειν Herm. ap. Stob.1.49.45.
2 metaph., θίξις -εστέρα Marcellin.Puls.19.
II Act., sharpening the sight, Dsc.3.45.
German (Pape)
[Seite 355] ές, scharfsichtig, der scharf sieht; Arist. H. A. 1, 10, im superl.; Folgde, wie Luc. Icaromen, 14.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a la vue perçante.
Étymologie: ὀξύς, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠωπής: обладающий острым зрением, зоркий (ὀφθαλμοί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυωπής: -ές, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 2· ὁ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος αὐτόθι 9. 34, 5, πρβλ. Λουκιαν. Ἰκαρ. 14· - Ἐπίρρ., ὀξυωπέστερον ὁρᾶν, -έστατα βλέπειν Σουΐδ. ἐν λέξ. Λυγκέως, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 988. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ τὴν ὅρασιν ὀξύνων, Διοσκ. 3 52.
Greek Monolingual
ὀξυωπής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.)
2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα
με δυνατότερη ή με πολύ οξεία όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ωπής (< ὄπωπα), πρβλ. πολυωπής].
Greek Monotonic
ὀξυωπής: -ές (ὤψ), αυτός που έχει οξεία, ανεπτυγμένη όραση, σε Αριστ., Λουκ.
Middle Liddell
ὀξυ-ωπής, ές [ὤψ]
sharp-sighted, Arist., Luc.