μελικηρίς: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melikiris | |Transliteration C=melikiris | ||
|Beta Code=melikhri/s | |Beta Code=melikhri/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, Medic., a kind of < | |Definition=-ίδος, ἡ, Medic., a kind of<br><span class="bld">A</span> [[cyst]] or [[wen]], from its resembling a [[honeycomb]], Hp. ''Prorrh.''2.42, Antyll. ap. Orib.45.3 tit., cf. Sch.ad loc.<br><span class="bld">II</span> [[honey-cake]], Philox.2.17 (as [[falsa lectio|f.l.]]).<br><span class="bld">III</span> [[honeycomb]], POxy.936.10 (iii A.D.), Sch.Ar. ''Th.''523.<br><span class="bld">IV</span> [[kind of vine]], Eust.1656.63. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Medic., a kind of
A cyst or wen, from its resembling a honeycomb, Hp. Prorrh.2.42, Antyll. ap. Orib.45.3 tit., cf. Sch.ad loc.
II honey-cake, Philox.2.17 (as f.l.).
III honeycomb, POxy.936.10 (iii A.D.), Sch.Ar. Th.523.
IV kind of vine, Eust.1656.63.
German (Pape)
[Seite 123] ίδος, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Aehnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 mélicéris, tumeur dont le pus ressemble à du miel;
2 gâteau de miel.
Étymologie: μέλι, κηρός.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐκηρίς: -ίδος, ἡ, meliceris ἢ tinea favosa, διαβρωτικόν τι ἐξάνθημα τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελικηρίς... πάθος ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος μετὰ μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. εἶδος ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ.
Spanish
Greek Monolingual
μελικηρίς, ή (ΑM)
1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου
2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος του κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι
3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι, μελόπιτα, κερόπιτα
4. κηρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος + κατάλ. -ίς].
Léxico de magia
ἡ pastel de miel P III 374 (fr. lac.)