ἐπιείσομαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epieisomai
|Transliteration C=epieisomai
|Beta Code=e)piei/somai
|Beta Code=e)piei/somai
|Definition=ἐπιεισάμενος, only fut. and aor., [[rush]], [[hasten to]] or [[against]], τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω <span class="bibl">Il.11.367</span>; <b class="b3">ἀγροὺς ἐπιείσομαι</b> ἠδὲ βοτῆρας <span class="bibl">Od.15.504</span>; <b class="b3">ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ</b> ἤλασε <span class="bibl">Il.21.424</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπερεισαμένη]]). (Cf. ε'ἴσομαι ''ΙΙ'': perhaps fut. and aor. of (ἐπι-) <b class="b3"> (ϝ) ίεμαι</b>.)
|Definition=ἐπιεισάμενος, only fut. and aor., [[rush]], [[hasten to]] or [[against]], τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367; <b class="b3">ἀγροὺς ἐπιείσομαι</b> ἠδὲ βοτῆρας Od.15.504; <b class="b3">ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ</b> ἤλασε Il.21.424 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπερεισαμένη]]). (Cf. ε'ἴσομαι ''ΙΙ'': perhaps fut. and aor. of (ἐπι-) <b class="b3"> (ϝ) ίεμαι</b>.)
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιείσομαι Medium diacritics: ἐπιείσομαι Low diacritics: επιείσομαι Capitals: ΕΠΙΕΙΣΟΜΑΙ
Transliteration A: epieísomai Transliteration B: epieisomai Transliteration C: epieisomai Beta Code: e)piei/somai

English (LSJ)

ἐπιεισάμενος, only fut. and aor., rush, hasten to or against, τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367; ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας Od.15.504; ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασε Il.21.424 (v.l. ἐπερεισαμένη). (Cf. ε'ἴσομαι ΙΙ: perhaps fut. and aor. of (ἐπι-) (ϝ) ίεμαι.)

French (Bailly abrégé)

fut. épq. de ἔπειμι² (ou de ἐπί, ἵεμαι LSJ, v. ἐφίημι).

English (Autenrieth)

see ἔπειμ Od. 9.2.

Greek Monolingual

ἐπιείσομαι (Α)
1. ορμώ, σπεύδω («τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι ὅν κε κιχείω», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι («ἀγρούς ἐπιείσομαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είσομαι «σπεύδω», τ. που θεωρείται μέλλ. του ίεμαι «επιθυμώ»].

Greek Monotonic

ἐπιείσομαι: μέλ. του ἔπειμι (εἶμι ibo)· -ἐπιεισάμενος, μτχ. αορ. αʹ

German (Pape)

ep. fut. zu ἔπειμι², hinzugehen, Il. 21.424, 11.367 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιείσομαι: эп. fut. к ἔπειμι II.

Frisk Etymological English

See also: s. 1. εἴσομαι.

Frisk Etymology German

ἐπιείσομαι: {epi-eísomai}
Forms: Fut.
Grammar: v.
Meaning: werde verfolgen
See also: s. 1. εἴσομαι.
Page 1,536