ἀκατασκεύαστος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akataskeyastos | |Transliteration C=akataskeyastos | ||
|Beta Code=a)kataskeu/astos | |Beta Code=a)kataskeu/astos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατασκεύαστον, [[not properly prepared]], φάρμακον [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.16.6; [[unwrought]], [[unformed]], γῆ [[LXX]] ''Ge.''1.2; <b class="b3">ἡ ἀ.</b> [[chaos]], ''1''''Enoch'' 21.1; [[unpolished]], [[unartificial]], <b class="b3">ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ.</b> Ps.-Plu.''Vit.Hom.''218. Adv. [[ἀκατασκευάστως]] D.H.''Is.''15. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκατασκεύαστον, not properly prepared, φάρμακον Thphr. HP 9.16.6; unwrought, unformed, γῆ LXX Ge.1.2; ἡ ἀ. chaos, 1'Enoch 21.1; unpolished, unartificial, ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ. Ps.-Plu.Vit.Hom.218. Adv. ἀκατασκευάστως D.H.Is.15.
Spanish (DGE)
-ον
I no equipado, sin armar de un barco, Chrys.M.62.131.
II 1mal preparado φάρμακον Thphr.HP 9.16.6.
2 informe, caótico γῆ LXX Ge.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1Apoc.19.
3 no fabricado σοφία καὶ δύναμις ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.Ar.et Sab.80.15
•fig. sencillo, no rebuscado Plu.Vit.Hom.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.Ep.137.273.
III adv. -ως sencillamente ἁπλῶς καὶ ἀ. D.H.Is.15.2
•sin prueba Origenes Cels.4.58.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατασκεύαστος: -ον, = ἀκατέργαστος, τραχύς, οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ αὐτόθι Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατασκεύαστος, -ον) κατασκευάζω
αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί, ο άφτιαχτος
αρχ.
1. ο ακατέργαστος ή εκείνος, του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί η κατεργασία
«ἀκατασκεύαστον φάρμακον» (Θεόφραστος, Φυτ. / στ. 9, 16, 6)
2. αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ο αδιάπλαστος
«ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος» (ΠΔ Γένεσις 1, 2)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (βλ. ακατάσκευος)
4. αστόλιστος, ανεπιτήδευτος, απλός (βλ. ακατάσκευος).
German (Pape)
unbearbeitet, roh, LXX. nicht gekünstelt; so adv. neben ἁπλῶς Dion.Hal. de Isaeo 15.