λῶρος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loros | |Transliteration C=loros | ||
|Beta Code=lw=ros | |Beta Code=lw=ros | ||
|Definition=ὁ, = Lat. < | |Definition=ὁ, = Lat.<br><span class="bld">A</span> [[lorum]], [[thong]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''724, Moer.p.195 P., Pall. in Hp.Fract.12.278 C., Steph. ''in Hp.''1.211 D.<br><span class="bld">II</span> = [[χρυσήλατος]] [[ἐπωμίς]], Lyd.''Mag.''2.2.<br><span class="bld">III</span> [[arch]], οἱ λῶροι καλούμενοι τοῦ νεώ Procop.''Aed.''1.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A lorum, thong, Sch.Ar.Ach.724, Moer.p.195 P., Pall. in Hp.Fract.12.278 C., Steph. in Hp.1.211 D.
II = χρυσήλατος ἐπωμίς, Lyd.Mag.2.2.
III arch, οἱ λῶροι καλούμενοι τοῦ νεώ Procop.Aed.1.1.
German (Pape)
[Seite 76] ὁ, das lat, lorum, der Riemen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῶρος: ὁ, = λῶρον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 765.
Greek Monolingual
ο (AM λῶρος)
δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας
νεοελλ.
ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος
μσν.
1. είδος αψίδας
2. χρυσή επωμίδα
3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και τών υπάτων
4. είδος πολυτελούς κεφαλόδεσμου τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum, -i και σπάνια lōrus,-i «ιμάντας, ηνία» (πρβλ. λῶρον)].