μαλθακίζομαι: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malthakizomai | |Transliteration C=malthakizomai | ||
|Beta Code=malqaki/zomai | |Beta Code=malqaki/zomai | ||
|Definition=Pass., < | |Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> to [[be softened]], of persons, A.''Pr.''79,952, E.''Med.''291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.<br><span class="bld">II</span> [[relax]], [[give in]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 458b, al.; to [[be a coward]], Id.''Smp.''179d; to [[be remiss]], Id.''Ep.''317c. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass.,
A to be softened, of persons, A.Pr.79,952, E.Med.291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.
II relax, give in, Pl.R. 458b, al.; to be a coward, Id.Smp.179d; to be remiss, Id.Ep.317c.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. μαλακίζομαι, γίνομαι χαῦνος, μαλθακός, Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι ἀπρόθυμος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C.
Greek Monolingual
μαλθακίζομαι (AM) μαλθακός
είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος
αρχ.
1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῖς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.)
2. (σε σχέση με τη θερμότητα του ηλίου) αποχαυνώνομαι
3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾱν ἕνεκα τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις», Πλάτ.)
4. είμαι απρόθυμος ή αναβλητικός («δεῖν ἐμὲ πλεῖν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλθακός, λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επαναπαύομαι, ενδίδω, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μαλθᾰκίζομαι,
Pass. to be softened, of persons, Aesch., Eur.:— to relax, give in, Plat.