πρόστυπος: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prostypos
|Transliteration C=prostypos
|Beta Code=pro/stupos
|Beta Code=pro/stupos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[executed in low relief]], opp. [[ἔκτυπος]] (in high relief), <span class="bibl">Callix.2</span>, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>35.152</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Subst., [[πρόστυποι]], [[οἱ]], of the Cherubim, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>3.6.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[lying flat]], φύλλα Dsc.4.10.</span>
|Definition=πρόστυπον,<br><span class="bld">A</span> [[executed in low relief]], opp. [[ἔκτυπος]] (in high relief), Callix.2, Plin. ''HN''35.152.<br><span class="bld">2</span> Subst., [[πρόστυποι]], [[οἱ]], of the Cherubim, J.''AJ''3.6.5.<br><span class="bld">II</span> [[lying flat]], φύλλα Dsc.4.10.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστῠπος Medium diacritics: πρόστυπος Low diacritics: πρόστυπος Capitals: ΠΡΟΣΤΥΠΟΣ
Transliteration A: próstypos Transliteration B: prostypos Transliteration C: prostypos Beta Code: pro/stupos

English (LSJ)

πρόστυπον,
A executed in low relief, opp. ἔκτυπος (in high relief), Callix.2, Plin. HN35.152.
2 Subst., πρόστυποι, οἱ, of the Cherubim, J.AJ3.6.5.
II lying flat, φύλλα Dsc.4.10.

German (Pape)

[Seite 784] in halb erhabener Arbeit gemacht, bas-relief, im Gegensatz von ἔκτυπος, haut-relief, oder dem περιφανῆ τετορνευμένα, Ath. V, 199 e; – dah. übh. anliegend, φύλλα, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστῠπος: -ον, ἐξειργασμένος ἐν ἀναγλύφῳ οὐχὶ πολὺ ἐξέρχοντι (Ἰταλ. Basso relievo), ἀντίθετ. τῷ ἔκτυπος (ἐν ἀναγλύφῳ λίαν ἐξέχοντι, Ἰταλ. altro r.), Ἀθήν. 199Ε. 2) ὡς οὐσιαστ., πρόστυποι, οἱ, ἐπὶ τῶν Χερουβείμ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5· μικρὸν κατωτέρω χρῆται τῷ προστυπεῖς, πρβλ. Γαλην. 14. 710· πρβλ. πρότυπα, τά. ΙΙ. ὁ κείμενος πλατύς, φύλλα Διοσκ. 4. 10.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόστυπος, -ον, ΝΑ τύπος
1. αυτός που έχει ανάγλυφη επιφάνεια στην οποία οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από το βάθος
2. φρ. «πρόστυπη διακόσμηση» — είδος ανάγλυφης διακόσμησης της οποίας οι μορφές εξέχουν ελαφρώς από την χαραγμένη επιφάνεια και της οποίας χαρακτηριστικά δείγματα είναι οι λίθινες ταφικές στήλες που ανακαλύφθηκαν στους ταφικούς κύκλους τών Μυκηνών
αρχ.
1. ο προστυπής
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ πρόστυποι
προσωνυμία τών Χερουβείμ.