Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διορθωτής: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diorthotis
|Transliteration C=diorthotis
|Beta Code=diorqwth/s
|Beta Code=diorqwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> a [[corrector]], τῶν σοφῶν <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Wi.</span>7.15</span>; τῆς πολιτείας <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>16</span>; = Lat. [[corrector civitatium]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.7.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> esp. of [[book]]s, [[editor]], [[reviser]], <span class="bibl">D.S.15.6</span>, Gal.8.758.</span>
|Definition=διορθωτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> a [[corrector]], τῶν σοφῶν [[LXX]] ''Wi.''7.15; τῆς πολιτείας Plu.''Sol.''16; = Lat. [[corrector civitatium]], Arr.''Epict.''3.7.1.<br><span class="bld">2</span> esp. of [[book]]s, [[editor]], [[reviser]], D.S.15.6, Gal.8.758.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθωτής Medium diacritics: διορθωτής Low diacritics: διορθωτής Capitals: ΔΙΟΡΘΩΤΗΣ
Transliteration A: diorthōtḗs Transliteration B: diorthōtēs Transliteration C: diorthotis Beta Code: diorqwth/s

English (LSJ)

διορθωτοῦ, ὁ,
A a corrector, τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1.
2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1reformador, enderezador de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.Sol.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης δ. Pall.V.Chrys.12.335, cf. Clem.Al.Paed.1.8.67.3
de abstr. corrector φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας [ἀ] κούσιον μίασμα θεραπευέτω y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, Arsameia 203 (I a.C.).
2 filol. revisor τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.Barn.661
autor de una edición crítica, editor ὁ δ. λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.Sp.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.Il.7.238c.
II jur. y admin.
1 οἱ διορθωταί correctores miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos Gonnoi 112.2 (III a.C.), prob. en Delos IG 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. διορθωτήρ.
2 en la admin. rom.:
a) corrector, lat. legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias δ. τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.Epict.3.7.1, δ. καὶ λογιστής OGI 543.19 (Ancira II d.C.), ἡ[γ] ε[μόνα] καὶ δ. ... τῆς Ἑλλάδος IG 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. RECAM 2.414.9 (Ancira III d.C.);
b) consultor, lat. uir rei publicae constituendae πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.

German (Pape)

ὁ, Verbesserer, τῆς πολιτείας, heißt Solon Plut. Sol. 16. – Vom Verbesserer eines Buches, der eine berichtigte Ausgabe besorgt, Galen. und Schol.

Russian (Dvoretsky)

διορθωτής: ου ὁ
1 реформатор (δ. καὶ νομοθέτης τῆς πολιτείας Plut.);
2 исправитель, редактор (τῶν ποιημάτων Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.

Greek Monolingual

ο (AM διορθωτής) διορθώ
αυτός που διορθώνει κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών
2. διορθωτήρας
αρχ.-μσν.
αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων
μσν.
ρυθμιστής, διοικητής
αρχ.
1. σύμβουλος, επιμελητής
2. ανορθωτής.

Greek Monotonic

διορθωτής: -οῦ, ὁ, διορθωτής, επανορθωτής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

διορθωτής, οῦ, n [from διορθόω
a corrector, reformer, Plut.