ἁλίκλυστος: Difference between revisions
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aliklystos | |Transliteration C=aliklystos | ||
|Beta Code=a(li/klustos | |Beta Code=a(li/klustos | ||
|Definition= | |Definition=ἁλίκλυστον,<br><span class="bld">A</span> [[sea-washed]], [[sea-beaten]], of coast, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1219 (lyr.); ἁ. πὰρ χθονὶ Πειραέως ''IG''3.1344; ἁ. δέμας ''AP''9.228 (Apollonid.).<br><span class="bld">2</span> [[high-surging]], πόντος Orph.''A.''333. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἁλίκλυστον,
A sea-washed, sea-beaten, of coast, S.Aj.1219 (lyr.); ἁ. πὰρ χθονὶ Πειραέως IG3.1344; ἁ. δέμας AP9.228 (Apollonid.).
2 high-surging, πόντος Orph.A.333.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 batido, bañado por el mar de promontorios y zonas costeras πρόβλημ' ἁλίκλυστον S.Ai.1219, ἁλικλύστῳ πὰρ χθονὶ Πειραέως IG 22.12476 (II d.C.), Μαραθών Nonn.D.13.153, ἁ. δέμας AP 9.228 (Apollonid).
2 de violento oleaje πόντος Orph.A 333.
German (Pape)
[Seite 96] meerbespült, πόντου πρόβλημα Soph. Ai. 1198; πέτραι Opp. H. 1, 155; Ep. ad. 399 (IX, 325); ἠϊονίς Agath. 49 (IX, 657); Σινώπη D. Per. 972; Orph. Arg. 331 πόντος, hochwogend.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, κλύζω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίκλυστος: омываемый морем (πόντου πρόβλημα Soph.; πέτρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίκλυστος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενος, προσβαλλόμενος, Σοφ. Αἴ. 1219 (λυρ.)· ἁλ. πάρ χθονὶ Πειραέως, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 113· ἁλ. δέμας, Ἀνθ. Π. 9. 228. 2) ὁ ὑψηλὰ ἐγειρόμενος, ὑψηλὰ κύματα ἐγείρων, πόντος, Ὀρφ. Ἀργ. 335.
Greek Monolingual
ἁλίκλυστος, -ον (Α)
1. αυτός που κατακλύζεται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος
2. αυτός που σηκώνει ψηλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + κλύζω, «περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με κύματα»].
Greek Monotonic
ἁλίκλυστος: -ον (ἅλς, κλύζω), κατακλυζόμενος από θάλασσα, σε Σοφ.
Middle Liddell
[ἅλς, κλύζω
sea-washed, Soph.