ἁδρομερής: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=adromeris | |Transliteration C=adromeris | ||
|Beta Code=a(dromerh/s | |Beta Code=a(dromerh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἁδρομερές, of [[coarse]], [[large]] [[grain]]s, opp. [[λεπτομερής]], D.S.5.26, Gal.8.336 (Sup.); [[coarse]], of wine, Dsc.5.6: Comp. ἁδρομερέστεροι, ὄγκοι Ph.1.493. Adv. [[ἁδρομερῶς]] = [[wholesale]], [[summarily]], Herasap.Gal.13.1045. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ἁδρομερές, of coarse, large grains, opp. λεπτομερής, D.S.5.26, Gal.8.336 (Sup.); coarse, of wine, Dsc.5.6: Comp. ἁδρομερέστεροι, ὄγκοι Ph.1.493. Adv. ἁδρομερῶς = wholesale, summarily, Herasap.Gal.13.1045.
Spanish (DGE)
-ές
I 1espeso, denso τῶν ψηφίδων ἁ. κονιορτός D.S.5.26, de bebidas y alimentos ἁδρομερέστερα καὶ σκληρότερα Gal.8.336, ὄγκοι ἁδρομερέστεροι masas de mayor volumen Ph.1.493, fig. ἁδρομερῆ τῆς ἐθικῆς εἴδη Eudor.Acad. en Stob.3.7.2.
2 esp. del vino grueso, agrio Dsc.5.6, fig. ἁ. διὰ τῆς ἀκοῆς λόγος una palabra como vino agrio para los oídos Nil. en Procop.Gaz.M.87.1641D.
II adv. ἁδρομερῶς
1 de manera densa κόψας τὰ ὀφείλοντα κοπῆναι ἁ. Gal.13.1045.
2 resumidamente, en suma Chrys.M.60.17.
German (Pape)
[Seite 37] ές, aus festen Theilen bestehend (Gegensatz λεπτομερής) Plut. def. orac. 32; D. Sic. 5, 26; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρομερής: -ές, ὁ ἐξ ἁδρῶν, μεγάλων μερῶν συνιστάμενος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ λεπτομερής, Διόδ. 5.26: - τραχύς, αὐστηρός, ἐπὶ οἴνου, αὐτ. 10. -Ἐπίρρ. -ῶς, Γαλην.
Russian (Dvoretsky)
ἁδρομερής: состоящий из густо расположенных частей, т. е. густой (τῶν ψηφίδων κονιορτός Diod.; ἁ. καὶ πολυσώματος Plut.).
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀποτελεῖται ἀπό μεγάλα μέρη). Ἀπό τό ἁδρός (=ὀγκώδης) + μέρος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἁδροῦμαι.