χλοερός: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chloeros
|Transliteration C=chloeros
|Beta Code=xloero/s
|Beta Code=xloero/s
|Definition=ά, όν, [[verdant]], ὄζος <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>393</span>; ·χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span> 866</span> (lyr.); <b class="b3">χ. στάδια, ῥέεθρα</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>497</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>660</span>(lyr.); χ. ὑλώδη πάγον S.<span class="title">Ichn.</span>215; <b class="b3">χ. μέλεα</b> Theocr.27.67.
|Definition=ά, όν, [[verdant]], ὄζος Hes.''Sc.''393;·χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς E.''Ba.'' 866 (lyr.); <b class="b3">χ. στάδια, ῥέεθρα</b>, Id.''Ion''497 (lyr.), ''Ph.''660(lyr.); χ. ὑλώδη πάγον S.''Ichn.''215; <b class="b3">χ. μέλεα</b> Theocr.27.67.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοερός Medium diacritics: χλοερός Low diacritics: χλοερός Capitals: ΧΛΟΕΡΟΣ
Transliteration A: chloerós Transliteration B: chloeros Transliteration C: chloeros Beta Code: xloero/s

English (LSJ)

ά, όν, verdant, ὄζος Hes.Sc.393;·χλοεραῖς λείμακος ἡδοναῖς E.Ba. 866 (lyr.); χ. στάδια, ῥέεθρα, Id.Ion497 (lyr.), Ph.660(lyr.); χ. ὑλώδη πάγον S.Ichn.215; χ. μέλεα Theocr.27.67.

German (Pape)

[Seite 1359] poet. = χλωρός; Hes. Sc. 393; δεῖμα Eur. Suppl. 617; ῥόδεα πέταλα Her. 249; Bacch. 866; μέλεα Theocr. 27, 65; Thall. 4 (IX, 220).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
c. χλωρός.

Russian (Dvoretsky)

χλοερός: Eur., Theocr. = χλωρός.

Greek (Liddell-Scott)

χλοερός: χλοερότης, ἴδε ἐν λ. χλωρ-.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χλοερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
χλωρός, πράσινος (α. «χλοερό λιβάδι» β. «ἐκ τόπων χλοερῶν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(ιδίως για τόπο) καλυμμένος με χλόη
αρχ.
μτφ. ζωηρός, ακμαίος («ὣς οἳ μὲν χλοεροῖσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφερός)].

Greek Monotonic

χλοερός: ποιητ. αντί χλωρός.

Middle Liddell

poet. for χλωρός.]

Mantoulidis Etymological

Ἀσυναίρετ. τοῦ χλωρός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χλόη.