διαφωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diafotizo
|Transliteration C=diafotizo
|Beta Code=diafwti/zw
|Beta Code=diafwti/zw
|Definition=[[enlighten]], τὴν ψυχήν Plu.2.76b; <b class="b3">βίᾳ διαφωτίσαι τόπον</b> [[clear]] a place by force, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cat.Ma.</span>20</span>; [[throw light upon]], νυκτερινὰς διατριβάς <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>21</span>: abs., [[dawn]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ne.</span>8.3</span>.
|Definition=[[enlighten]], τὴν ψυχήν Plu.2.76b; <b class="b3">βίᾳ διαφωτίσαι τόπον</b> [[clear]] a place by force, Id.''Cat.Ma.''20; [[throw light upon]], νυκτερινὰς διατριβάς Luc.''Icar.''21: abs., [[dawn]], [[LXX]] ''Ne.''8.3.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφωτίζω Medium diacritics: διαφωτίζω Low diacritics: διαφωτίζω Capitals: ΔΙΑΦΩΤΙΖΩ
Transliteration A: diaphōtízō Transliteration B: diaphōtizō Transliteration C: diafotizo Beta Code: diafwti/zw

English (LSJ)

enlighten, τὴν ψυχήν Plu.2.76b; βίᾳ διαφωτίσαι τόπον clear a place by force, Id.Cat.Ma.20; throw light upon, νυκτερινὰς διατριβάς Luc.Icar.21: abs., dawn, LXX Ne.8.3.

Spanish (DGE)

1 intr. brillar ἀπὸ τῆς ὥρας τοῦ διαφωτίσαι τὸν ἥλιον desde la salida del sol LXX 2Es.18.3.
2 tr. iluminar fig. τοῦ λόγου διαφωτίζοντος ... τὴν ψυχήν Plu.2.76b
arrojar luz sobre, descubrir, aclarar τὰς νυκτερινὰς ... διατριβάς Luc.Icar.21, τὸ κεκαλυμμένον ἐν τῇ ψυχῇ κάλλος Gr.Nyss.Virg.300.15, τὸ σκοτεινὸν τοῦ λόγου Alex.Aphr.in SE 21.28
aclarar, despejar πολλῷ δ' ἀγῶνι καὶ βίᾳ μεγάλῃ διαφωτίσας τὸν τόπον Plu.Cat.Ma.20.

German (Pape)

[Seite 613] erleuchten, Luc. Icarom. 21; übertr., ψυχήν, aufklären, Plut. prof. virt. sent. p. 243; auch βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, d. i. mit Gewalt Platz nehmen, Plut. Cat. mai. 20.

French (Bailly abrégé)

f. διαφωτίσω, att. διαφωτιῶ;
1 éclairer, illuminer;
2 éclaircir : βίᾳ διαφωτίσας τόπον PLUT ayant déblayé (litt. éclairci) la place par la force, s'étant fait jour à travers.
Étymologie: διά, φωτίζω.

Russian (Dvoretsky)

διαφωτίζω: (fut. διαφωτίσω - атт. διαφωτιῶ)
1 досл. освещать, озарять, перен. разоблачать (ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τι Luc.);
2 просвещать (τὴν ψυχήν Plut.);
3 расчищать, освобождать: βίᾳ διαφωτίσαι τὸν τόπον Plut. силой проложить себе дорогу.

Greek (Liddell-Scott)

διαφωτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φωτίζω, φῶς χορηγῶ, Πλούτ. 2. 76Β· βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, διὰ τῆς βίας νὰ καθαρίσῃ τις τόπον τινά, Γαλλ. éclaircir, ὁ αὐτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20.

Greek Monolingual

(ΑΝ)
1. φωτίζω εντελώς
2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω
νεοελλ.
απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων
αρχ.
1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας
2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ' ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

διαφωτίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω ολότελα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. Attic ῐῶ
to clear completely, Plut.