ῥοδάνη: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rodani | |Transliteration C=rodani | ||
|Beta Code=r(oda/nh | |Beta Code=r(oda/nh | ||
|Definition=[ᾰ], ἡ, ([[ῥοδανός]]) like [[κρόκη]], [[spun thread]], [[woof]] or [[weft]], | |Definition=[ᾰ], ἡ, ([[ῥοδανός]]) like [[κρόκη]], [[spun thread]], [[woof]] or [[weft]], Batr. 183, cf. Eust.1527.60, Sch.Ar.''V.''1137, etc.; [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] gives [[ῥαδάνη]], but (s.v. [[τολύπη]]) [[ῥοδάνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (ῥοδανός) like κρόκη, spun thread, woof or weft, Batr. 183, cf. Eust.1527.60, Sch.Ar.V.1137, etc.; Hsch. gives ῥαδάνη, but (s.v. τολύπη) ῥοδάνη.
German (Pape)
[Seite 846] ἡ, der gedrehte Faden, Einschlag, Batrach. 182; vgl. Schneider Orph. Arg. 509.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fil tissé.
Étymologie: ῥοδανός.
Russian (Dvoretsky)
ῥοδάνη: (ᾰ) ἡ уток (ῥ. λεπτή Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδάνη: ἡ, (ῥοδανὸς) ὡς τὸ κρόκη, ὑφάδι, νῆμα, κλωστή, πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα ἐκ ῥοδάνης λεπτῆς καὶ στήμονα μακρὸν ἔνησα Βατραχομυομ. 183, πρβλ. Εὐστάθ. 1527. 60, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1137, κτλ.· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ῥαδάνη, ἀλλὰ (ἐν λέξ. τολύπη) ῥοδάνη· - ὁμοία διαφορὰ παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ῥήματι ῥοδανίζω, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. Ἑνετ. Β. 18. 576, Εὐστ. 1527. 60, ῥαδανίζω, Εὐστ. 1165. 22, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 9, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και ῥαδάνη, ἡ, Α ῥοδανός / ῥαδανός
στριμμένη κλωστή, υφάδι, νήμα.
Greek Monotonic
ῥοδάνη: [ᾰ], ἡ, υφάδι ή νήμα, κλωστή, σε Βατραχομ.
Frisk Etymological English
ῥοδανός See also: s. ῥαδινός.
Middle Liddell
ῥοδᾰ́νη, ἡ,
the woof or weft, Batr. [from ῥοδᾰνός]