ὀπωρικός: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oporikos | |Transliteration C=oporikos | ||
|Beta Code=o)pwriko/s | |Beta Code=o)pwriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀπωρική, ὀπωρικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of fruit]]: in fem. [[ὀπωρική]], ἡ, name of a remedy for [[dysentery]], Plin.''HN''24.129.<br><span class="bld">2</span> = [[ὀπωρινός]], ''Gp.''4.1.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀπωρική, ὀπωρικόν,
A of fruit: in fem. ὀπωρική, ἡ, name of a remedy for dysentery, Plin.HN24.129.
2 = ὀπωρινός, Gp.4.1.14.
German (Pape)
[Seite 364] zur ὀπώρα gehörig, von Obst gemacht, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς καρπόν, Γαλην.· ὡσαύτως ὀπώριμος, Σουΐδ. 2) = ὀπωρινός, Γεωπ. 4. 1, 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀπωρικός, -ή, -όν) οπώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οπώρα
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το οπωρικό(ν)
φρούτο, εδώδιμος καρπός οπωροφόρου δένδρου
μσν.
οπωρινός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀπωρική
ονομασία φαρμάκου για τη δυσεντερία.