Χερσονησίτης: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Chersonisitis | |Transliteration C=Chersonisitis | ||
|Beta Code=*xersonhsi/ths | |Beta Code=*xersonhsi/ths | ||
|Definition=[ῑ], [[Χερσονησίτης]], later [[Χερρσονησίτης]], ου, ὁ, [[Chersonesite]], [[Chersonesian]], [[dweller]] in the [[Thracian]] [[Chersonese]], | |Definition=[ῑ], [[Χερσονησίτης]], later [[Χερρσονησίτης]], ου, ὁ, [[Chersonesite]], [[Chersonesian]], [[dweller]] in the [[Thracian]] [[Chersonese]], X.''HG''1.3.10, 3.2.8, D.5.25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], Χερσονησίτης, later Χερρσονησίτης, ου, ὁ, Chersonesite, Chersonesian, dweller in the Thracian Chersonese, X.HG1.3.10, 3.2.8, D.5.25.
German (Pape)
[Seite 1351] ὁ, att. χεῤῥονησίτης, der Bewohner einer Halbinsel, Xen. Hell. 1, 3,10. S. nom pr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitant de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.
Greek Monotonic
χερσονησίτης: [ῑ], μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ου, ὁ, κάτοικος της Θρακικής χερσονήσου, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
χερσονησίτης: новоатт. χερρονησίτης, ου (ῑ) ὁ житель полуострова, преимущ. Херсонеса Фракийского Xen., Dem.
Middle Liddell
a dweller in the Thracian Chersonese, Xen., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
χερσονησίτης: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ου, ὁ, κάτοικος τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 10., 3. 2, 8, Δημ. 63. 17.
Greek Monolingual
και Χερρονησίτης, ὁ, Α
1. ο κάτοικος της Θρακικής Χερσονήσου
2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῦ Χερρονησίτου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].