συμπροπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sympropempo
|Transliteration C=sympropempo
|Beta Code=sumprope/mpw
|Beta Code=sumprope/mpw
|Definition=[[join in escorting]], τινα <span class="bibl">Hdt.9.1</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>404</span>,<span class="bibl">410</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.1</span>, etc.; σ. τινὰ ναυσίν <span class="bibl">Th.1.27</span>; <b class="b3">τὸ σῶμά τινος</b>, in funeral procession, <span class="bibl">D.H.8.59</span>.
|Definition=[[join in escorting]], τινα Hdt.9.1, Ar.''Ra.''404,410, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; <b class="b3">τὸ σῶμά τινος</b>, in funeral procession, D.H.8.59.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω &#91;[[σύν]], [[προπέμπω]]] [[mede escorteren]], [[helpen uitgeleide te doen]].
|elnltext=συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω &#91;[[σύν]], [[προπέμπω]]] [[mede escorteren]], [[helpen uitgeleide te doen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροπέμπω Medium diacritics: συμπροπέμπω Low diacritics: συμπροπέμπω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: sympropémpō Transliteration B: sympropempō Transliteration C: sympropempo Beta Code: sumprope/mpw

English (LSJ)

join in escorting, τινα Hdt.9.1, Ar.Ra.404,410, X.Cyr.1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; τὸ σῶμά τινος, in funeral procession, D.H.8.59.

German (Pape)

[Seite 990] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.

French (Bailly abrégé)

escorter ensemble.
Étymologie: σύν, προπέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.

Russian (Dvoretsky)

συμπροπέμπω: совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).

Greek Monolingual

Α προπέμπω
1. προπέμπω κι εγώ, κατευοδώνω κάποιον μαζί με τους άλλους
2. μετέχω σε νεκρική πομπή
3. συνοδεύω κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», Θουκ.)
4. στέλνω μαζί εκ τών προτέρων («τοῦ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῦμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν υἱόν», Ωριγ.).

Greek Monotonic

συμπροπέμπω: μέλ. -ψω, συνοδεύω, ξεπροβοδίζω από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· συμπροπέμπω τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροπέμπω: προπέμπω, συνοδεύω, ὁμοῦ, τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.

Middle Liddell

fut. ψω
to join in escorting, Hdt., Ar., etc.; ς. τινὰ ναυσίν Thuc.